ΔΕΝ ξέρω ποιος είναι ο "Ν.Π." που συνέγραψε και δημοσίευσε το ακόλουθο άρθρο στο Protagon.gr την περασμένη εβδομάδα, ξέρω όμως ότι έχει πολύ δίκιο!
«Αυτήν τη στιγμή, όπως ξέρετε, έχουμε χούντα, οπότε...» είχε πει σε συνέντευξή της η Λένα Κιτσοπούλου πριν μερικούς μήνες. Είχα αναρωτηθεί τότε, μήπως η νεαρή δημιουργός θα αισθανόταν πιο άνετα αν υπήρχε μια πραγματική χούντα στην χώρα. Κάτι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, με τη διαφορά ότι η Κιτσοπούλου είχε ερωτευθεί τον απαγωγέα της, πριν εκείνος προθυμοποιηθεί να την απαγάγει.
Η εκκωφαντική σιωπή της τις τελευταίες μέρες, μ’ έχει πείσει πια πως κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να το εκλάβω παρά ως ικανοποίηση, σαν εκπλήρωση του καλλιτεχνικού στόχου: να γαργαλάς τα ταπεινά ένστικτα του όχλου, να κερδίζεις άκοπα τη συμπαράσταση του σιναφιού σου, να οπλίζεις το χέρι του χρυσαυγίτη για να γίνεις μια μεταμοντέρνα Ζαν Ντ’ Αρκ… Να σε σουβλίσουν για να γίνεις εσύ ο Αθανάσιος Διάκος του 2012.
Όλα αυτά θα με άφηναν αδιάφορο, αν η σιωπή αυτή της Κιτσοπούλου δεν εξέθετε ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που με σκληρό τίμημα προασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στον Γιώργο Λούκο που είχε μπει στο στόχαστρο έτσι κι αλλιώς. Αναφέρομαι σε όλους εμάς τους θεατές/αναγνώστες/επίδοξους δημιουργούς που δεν απολαμβάνουμε την προστασία και την θωπεία καμμιάς θεσμικής έκφρασης. Και ακόμη περισσότερο, η σιωπή αυτή είναι έγκλημα όταν η λύσσα των θρασύδειλων παρακρατικών εκτονώνεται στον αόρατο λαθρομετανάστη.
«Και τι να πει δηλαδή; Ο καλλιτέχνης μιλά μέσα από το έργο του» είναι η πιο βολική απάντηση. Άθλια επίσης, σε μια εποχή άθλιων (άτυπων) διωγμών. Γιατί κανείς δεν θα ανέμενε η Κιτσοπούλου να απολογηθεί. Ν’ απολογηθεί σε ποιον δηλαδή, στους καθυστερημένους του Θέματος; Όχι βέβαια. Το πρόβλημα δεν είναι στο έργο, αλλά στην ελιτίστικη μπαναλαρία που αποπνέει η παρουσία της. Θα της ήταν τόσο δύσκολο να μιλήσει για την ανάγκη της ακηδεμόνευτης καλλιτεχνικής δημιουργίας, την ανάγκη να συνομιλήσουμε ξανά με την Ιστορία μας και να στοχαστούμε δίχως ταμπού πάνω σ’ αυτήν; Να πει τα αυτονόητα δηλαδή, που δεν είναι πια αυτονόητα. Και να κατέβει από το καλάμι της γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι φτιαγμένο από χρήματα του ελληνικού λαού. Και ο δημοκρατικός λαός δεν τσιγκουνεύεται καθόλου να χρηματοδοτεί ένα τόσο γόνιμο φεστιβάλ ∙ δεν ανέχεται όμως, οι δημιουργοί που συμμετέχουν σ’ αυτό, να μην το υπερασπίζονται.
Η πραγματική πρόκληση λοιπόν, αυτή που πραγματικά σε κάνει ν’ αφρίζεις, είναι αυτή η αυτιστική και αόριστη επίκληση της «χούντας» από ανθρώπους βολεμένους στον μικρόκοσμό τους που σε τελική ανάλυση, δε δίνουν δεκάρα για τη δημοκρατία και τους συνεκτικούς δεσμούς που χρειάζεται μια δημοκρατική κοινωνία. Το αστείο είναι πως κάπως έτσι θέλουν να βλέπουμε τα πράγματα και οι λογής-λογής Καμμένοι και χρυσαυγίτες.
Ασφαλώς και έχουμε χούντα. Είναι η χούντα της ελαφρότητας που βρωμάει ημιμάθεια, εντυπωσιοθηρία, ρηχότητα. Είναι η χούντα αυτών που καταγγέλλουν τους άλλους για χούντα (ποιους άραγε;) και έχουν την πολυτέλεια να κάνουν πλακίτσα ∙ όχι με τους ήρωες του 21 που ήταν ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενοι (μάρτυς μου ο Μακρυγιάννης) αλλά με τις ίδιες τις αρχές του Διαφωτισμού…
Ν.Π.
«Αυτήν τη στιγμή, όπως ξέρετε, έχουμε χούντα, οπότε...» είχε πει σε συνέντευξή της η Λένα Κιτσοπούλου πριν μερικούς μήνες. Είχα αναρωτηθεί τότε, μήπως η νεαρή δημιουργός θα αισθανόταν πιο άνετα αν υπήρχε μια πραγματική χούντα στην χώρα. Κάτι σαν το σύνδρομο της Στοκχόλμης, με τη διαφορά ότι η Κιτσοπούλου είχε ερωτευθεί τον απαγωγέα της, πριν εκείνος προθυμοποιηθεί να την απαγάγει.
Η εκκωφαντική σιωπή της τις τελευταίες μέρες, μ’ έχει πείσει πια πως κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να το εκλάβω παρά ως ικανοποίηση, σαν εκπλήρωση του καλλιτεχνικού στόχου: να γαργαλάς τα ταπεινά ένστικτα του όχλου, να κερδίζεις άκοπα τη συμπαράσταση του σιναφιού σου, να οπλίζεις το χέρι του χρυσαυγίτη για να γίνεις μια μεταμοντέρνα Ζαν Ντ’ Αρκ… Να σε σουβλίσουν για να γίνεις εσύ ο Αθανάσιος Διάκος του 2012.
Όλα αυτά θα με άφηναν αδιάφορο, αν η σιωπή αυτή της Κιτσοπούλου δεν εξέθετε ανεπανόρθωτα τους ανθρώπους που με σκληρό τίμημα προασπίζονται την ελευθερία της έκφρασης. Και δεν αναφέρομαι μονάχα στον Γιώργο Λούκο που είχε μπει στο στόχαστρο έτσι κι αλλιώς. Αναφέρομαι σε όλους εμάς τους θεατές/αναγνώστες/επίδοξους δημιουργούς που δεν απολαμβάνουμε την προστασία και την θωπεία καμμιάς θεσμικής έκφρασης. Και ακόμη περισσότερο, η σιωπή αυτή είναι έγκλημα όταν η λύσσα των θρασύδειλων παρακρατικών εκτονώνεται στον αόρατο λαθρομετανάστη.
«Και τι να πει δηλαδή; Ο καλλιτέχνης μιλά μέσα από το έργο του» είναι η πιο βολική απάντηση. Άθλια επίσης, σε μια εποχή άθλιων (άτυπων) διωγμών. Γιατί κανείς δεν θα ανέμενε η Κιτσοπούλου να απολογηθεί. Ν’ απολογηθεί σε ποιον δηλαδή, στους καθυστερημένους του Θέματος; Όχι βέβαια. Το πρόβλημα δεν είναι στο έργο, αλλά στην ελιτίστικη μπαναλαρία που αποπνέει η παρουσία της. Θα της ήταν τόσο δύσκολο να μιλήσει για την ανάγκη της ακηδεμόνευτης καλλιτεχνικής δημιουργίας, την ανάγκη να συνομιλήσουμε ξανά με την Ιστορία μας και να στοχαστούμε δίχως ταμπού πάνω σ’ αυτήν; Να πει τα αυτονόητα δηλαδή, που δεν είναι πια αυτονόητα. Και να κατέβει από το καλάμι της γιατί δυστυχώς ή ευτυχώς, είναι φτιαγμένο από χρήματα του ελληνικού λαού. Και ο δημοκρατικός λαός δεν τσιγκουνεύεται καθόλου να χρηματοδοτεί ένα τόσο γόνιμο φεστιβάλ ∙ δεν ανέχεται όμως, οι δημιουργοί που συμμετέχουν σ’ αυτό, να μην το υπερασπίζονται.
Η πραγματική πρόκληση λοιπόν, αυτή που πραγματικά σε κάνει ν’ αφρίζεις, είναι αυτή η αυτιστική και αόριστη επίκληση της «χούντας» από ανθρώπους βολεμένους στον μικρόκοσμό τους που σε τελική ανάλυση, δε δίνουν δεκάρα για τη δημοκρατία και τους συνεκτικούς δεσμούς που χρειάζεται μια δημοκρατική κοινωνία. Το αστείο είναι πως κάπως έτσι θέλουν να βλέπουμε τα πράγματα και οι λογής-λογής Καμμένοι και χρυσαυγίτες.
Ασφαλώς και έχουμε χούντα. Είναι η χούντα της ελαφρότητας που βρωμάει ημιμάθεια, εντυπωσιοθηρία, ρηχότητα. Είναι η χούντα αυτών που καταγγέλλουν τους άλλους για χούντα (ποιους άραγε;) και έχουν την πολυτέλεια να κάνουν πλακίτσα ∙ όχι με τους ήρωες του 21 που ήταν ούτως ή άλλως αμφιλεγόμενοι (μάρτυς μου ο Μακρυγιάννης) αλλά με τις ίδιες τις αρχές του Διαφωτισμού…
Ν.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου