Βιβλίο βαρύ, στα όρια του "δυσανάγνωστου", γεμάτο όμως με οξυδερκείς παρατηρήσεις, η "Αισθητική Θεωρία" του Adorno ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ τέχνης και κοινωνίας. Το βιβλίο συντάχθηκε από σημειώσεις του φιλοσόφου των δεκαετιών του '50 και του '60 και εκδόθηκε μετά τον θάνατο του στην δεκαετία του '70. Είναι φανερό ότι αν το είχε εκδώσει ο ίδιος θα είχε φροντίσει τα μέρη που το αποτελούν να βρίσκονται σε μια πιο στιβαρή σύνδεση. Για μένα η μελέτη του διήρκησε σχεδόν 2 μήνες: δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα. Παρόλα αυτά είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον.
Ο Αντόρνο σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως υπότιτλο του βιβλίου έναν αφορισμό του Σλέγκελ: «Σε αυτό που αποκαλείται φιλοσοφία της τέχνης λείπει συνήθως ένα από τα δύο: ή η φιλοσοφία ή η τέχνη». Η Αισθητική θεωρία είναι καρπός αυτής της σπάνιας συνάντησης.
Το σύνολο αυτό μερικών εκατοντάδων παρατηρήσεων έχει ως κοινή βάση την ιδέα ότι η ελευθερία της σύγχρονης τέχνης από περιορισμούς όπως η κηδεμονία της εξουσίας και των ισχυρών που είχαν μολύνει τις προηγούμενες εποχές της τέχνης οδήγησε στην αυξημένη επίσημη αυτονομία, και ότι αυτή καθαυτή η αυξημένη αυτονομία κουβαλά μαζί της την αυξημένη ευθύνη της τέχνης για την διεύρυνση του κοινωνικού σχολιασμού. Ωστόσο, ο Adorno δεν θεωρεί ότι το απροκάλυπτα πολιτικοποιημένο περιεχόμενο είναι η μέγιστη κρίσιμη δύναμη της τέχνης: μάλλον, πρωταγωνιστεί στον πιο αφηρημένο τύπο "περιεχομένου της αλήθειας". Σε αντίθεση με τον Kant ή την ιδεαλιστική αισθητική, η αισθητική του Adorno εντοπίζει το περιεχόμενο της αλήθειας στο αντικείμενο τέχνης και όχι στην αντίληψη του θέματος. Ένα τέτοιο περιεχόμενο, ωστόσο, επηρεάζεται από την αυτοσυνειδησία της τέχνης στα χέρια της αναγκαίας απόστασης από την κοινωνία, η οποία είναι αντιληπτή σε τέτοιες περιπτώσεις όπως οι δισταγμοί που είναι εγγενείς στη σύγχρονη τέχνη. Το περιεχόμενο της αλήθειας βρίσκεται τελικά στη σχέση μεταξύ των πολλαπλών διαλεκτικών αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν από τις θέσεις του έργου σχετικά με το θέμα και τη μεγαλύτερη κοινωνική παράδοση, καθώς και από την εσωτερική διαλεκτική μέσα στο ίδιο το έργο. Σε όλη την έκταση του βιβλίου ο Adorno επαινεί τον δραματουργό Samuel Beckett, στον οποίο είναι αφιερωμένο το έργο.
Ένα σχόλιο ου θα μπρούσε να είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου προχωρά στο επίπεδο των «τρίτων προβληματισμών» - των αντιλήψεων σε κατηγορίες που χρησιμοποιούνται σε πραγματικό σχόλιο και κριτική, με γνώμονα την καταλληλότητά τους για τα έργα τέχνης και τις κοινωνικές επιπτώσεις τους. Συνήθως επεξεργάζεται αυτές τις κατηγορίες ως διαλεκτικά ζεύγη, και απαντά σε όλα ιδιαίτερα επιτυχημένα. Tέτοιο διαλεκτικό ζεύγος, και μια κεντρική στη θεωρία των έργων του Adorno ως κοινωνικές μονάδες, συμβαίνει μεταξύ των κατηγοριών εισαγωγής (Gehalt) και της λειτουργίας (Funktion). Ο απολογισμός του Adorno για αυτές τις κατηγορίες διακρίνει την κοινωνιολογία της τέχνης από ερμηνευτικές και εμπειρικές προσεγγίσεις. Mια ερμηνευτική προσέγγιση θα υπογράμμιζε την εγγενή έννοια του καλλιτεχνικού έργου ή την πολιτιστική του σημασία και θα υποβάθμιζε τις πολιτικές ή οικονομικές λειτουργίες του έργου. Μια εμπειρική προσέγγιση θα διερευνήσει τις αιτιώδεις συνδέσεις μεταξύ του έργου τέχνης και διάφορων κοινωνικών παραγόντων χωρίς την ζήτηση ερμηνευτικών απαντήσεων σχετικά με το νόημα ή τη σημασία του. Στον αντίποδα, ο Adorno ισχυρίζεται ότι, τόσο ως κατηγορίες όσο και ως φαινόμενα, η εισαγωγή και η λειτουργία πρέπει να γίνουν κατανοητές μεταξύ τους. Από τη μια πλευρά, η εισαγωγή έργων τέχνης και οι λειτουργίες της στην κοινωνία μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να δώσει σωστά υπόψη τις κοινωνικές λειτουργίες ενός έργου τέχνης αν δεν δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με την εισαγωγή σχετικά με τη σημασία τους. Επίσης, η εισαγωγή έργων τέχνης ενσωματώνει τις κοινωνικές λειτουργίες της εργασίας και έχει πιθανή συνάφεια με διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, και σύμφωνα με τις κριτικές του για θετικισμό και για εργαλειοκρατούμενους λόγους, ο Adorno δίνει προτεραιότητα στην εισαγωγή, κατανοητή ως κοινωνικά μεσολαβημένη και κοινωνικά σημαντική έννοια. Οι κοινωνικές λειτουργίες που τονίζονται στα σχόλια και τις κριτικές του είναι κυρίως πνευματικές λειτουργίες και όχι απλά πολιτικές ή οικονομικές λειτουργίες. Αυτό συμβαδίζει με μια υπερβολική εκδοχή του ισχυρισμού ότι η σύγχρονη τέχνη είναι αντιτίθεται κοινωνικά στην ίδια την κοινωνία. Tο έργο τέχνης έχει ένα περιεχόμενο εσωτερικής αλήθειας στο βαθμό που η εισαγωγή του έργου μπορεί να βρεθεί εσωτερικά και εξωτερικά είτε αληθινή είτε ψευδής. Ένα τέτοιο περιεχόμενο αλήθειας δεν είναι μια μεταφυσική ιδέα ή ουσία που αιωρείται έξω από το έργο τέχνης. Αλλά ούτε είναι απλώς ανθρώπινο κατασκεύασμα. Είναι ιστορικό αλλά όχι αυθαίρετο, αν και ουτοπικό, σταθερά συνδεδεμένο με συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Το περιεχόμενο της αλήθειας είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα έργο τέχνης αμφισβητεί ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο είναι τα πράγματα και προτείνει πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αλλά ουσιαστικά αφήνει τα πράγματα αμετάβλητα.
Στα Ελληνικά η "Ἁισθητική Θεωρία" του Adorno κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (εκδ.2000) σε μετάφραση από τα γερμανικά του υπεύθυνου της σειράς "Κριτική Θεωρία" των εκδόσεων Λευτέρη Αναγνώστου. Οι σημειώσεις του μεταφραστή ειναι εξαιρετικές.
Ο Αντόρνο σκόπευε να χρησιμοποιήσει ως υπότιτλο του βιβλίου έναν αφορισμό του Σλέγκελ: «Σε αυτό που αποκαλείται φιλοσοφία της τέχνης λείπει συνήθως ένα από τα δύο: ή η φιλοσοφία ή η τέχνη». Η Αισθητική θεωρία είναι καρπός αυτής της σπάνιας συνάντησης.
Το σύνολο αυτό μερικών εκατοντάδων παρατηρήσεων έχει ως κοινή βάση την ιδέα ότι η ελευθερία της σύγχρονης τέχνης από περιορισμούς όπως η κηδεμονία της εξουσίας και των ισχυρών που είχαν μολύνει τις προηγούμενες εποχές της τέχνης οδήγησε στην αυξημένη επίσημη αυτονομία, και ότι αυτή καθαυτή η αυξημένη αυτονομία κουβαλά μαζί της την αυξημένη ευθύνη της τέχνης για την διεύρυνση του κοινωνικού σχολιασμού. Ωστόσο, ο Adorno δεν θεωρεί ότι το απροκάλυπτα πολιτικοποιημένο περιεχόμενο είναι η μέγιστη κρίσιμη δύναμη της τέχνης: μάλλον, πρωταγωνιστεί στον πιο αφηρημένο τύπο "περιεχομένου της αλήθειας". Σε αντίθεση με τον Kant ή την ιδεαλιστική αισθητική, η αισθητική του Adorno εντοπίζει το περιεχόμενο της αλήθειας στο αντικείμενο τέχνης και όχι στην αντίληψη του θέματος. Ένα τέτοιο περιεχόμενο, ωστόσο, επηρεάζεται από την αυτοσυνειδησία της τέχνης στα χέρια της αναγκαίας απόστασης από την κοινωνία, η οποία είναι αντιληπτή σε τέτοιες περιπτώσεις όπως οι δισταγμοί που είναι εγγενείς στη σύγχρονη τέχνη. Το περιεχόμενο της αλήθειας βρίσκεται τελικά στη σχέση μεταξύ των πολλαπλών διαλεκτικών αλληλεπιδράσεων που προκύπτουν από τις θέσεις του έργου σχετικά με το θέμα και τη μεγαλύτερη κοινωνική παράδοση, καθώς και από την εσωτερική διαλεκτική μέσα στο ίδιο το έργο. Σε όλη την έκταση του βιβλίου ο Adorno επαινεί τον δραματουργό Samuel Beckett, στον οποίο είναι αφιερωμένο το έργο.
Ένα σχόλιο ου θα μπρούσε να είναι πως το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου προχωρά στο επίπεδο των «τρίτων προβληματισμών» - των αντιλήψεων σε κατηγορίες που χρησιμοποιούνται σε πραγματικό σχόλιο και κριτική, με γνώμονα την καταλληλότητά τους για τα έργα τέχνης και τις κοινωνικές επιπτώσεις τους. Συνήθως επεξεργάζεται αυτές τις κατηγορίες ως διαλεκτικά ζεύγη, και απαντά σε όλα ιδιαίτερα επιτυχημένα. Tέτοιο διαλεκτικό ζεύγος, και μια κεντρική στη θεωρία των έργων του Adorno ως κοινωνικές μονάδες, συμβαίνει μεταξύ των κατηγοριών εισαγωγής (Gehalt) και της λειτουργίας (Funktion). Ο απολογισμός του Adorno για αυτές τις κατηγορίες διακρίνει την κοινωνιολογία της τέχνης από ερμηνευτικές και εμπειρικές προσεγγίσεις. Mια ερμηνευτική προσέγγιση θα υπογράμμιζε την εγγενή έννοια του καλλιτεχνικού έργου ή την πολιτιστική του σημασία και θα υποβάθμιζε τις πολιτικές ή οικονομικές λειτουργίες του έργου. Μια εμπειρική προσέγγιση θα διερευνήσει τις αιτιώδεις συνδέσεις μεταξύ του έργου τέχνης και διάφορων κοινωνικών παραγόντων χωρίς την ζήτηση ερμηνευτικών απαντήσεων σχετικά με το νόημα ή τη σημασία του. Στον αντίποδα, ο Adorno ισχυρίζεται ότι, τόσο ως κατηγορίες όσο και ως φαινόμενα, η εισαγωγή και η λειτουργία πρέπει να γίνουν κατανοητές μεταξύ τους. Από τη μια πλευρά, η εισαγωγή έργων τέχνης και οι λειτουργίες της στην κοινωνία μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί κανείς να δώσει σωστά υπόψη τις κοινωνικές λειτουργίες ενός έργου τέχνης αν δεν δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά με την εισαγωγή σχετικά με τη σημασία τους. Επίσης, η εισαγωγή έργων τέχνης ενσωματώνει τις κοινωνικές λειτουργίες της εργασίας και έχει πιθανή συνάφεια με διάφορα κοινωνικά πλαίσια. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, και σύμφωνα με τις κριτικές του για θετικισμό και για εργαλειοκρατούμενους λόγους, ο Adorno δίνει προτεραιότητα στην εισαγωγή, κατανοητή ως κοινωνικά μεσολαβημένη και κοινωνικά σημαντική έννοια. Οι κοινωνικές λειτουργίες που τονίζονται στα σχόλια και τις κριτικές του είναι κυρίως πνευματικές λειτουργίες και όχι απλά πολιτικές ή οικονομικές λειτουργίες. Αυτό συμβαδίζει με μια υπερβολική εκδοχή του ισχυρισμού ότι η σύγχρονη τέχνη είναι αντιτίθεται κοινωνικά στην ίδια την κοινωνία. Tο έργο τέχνης έχει ένα περιεχόμενο εσωτερικής αλήθειας στο βαθμό που η εισαγωγή του έργου μπορεί να βρεθεί εσωτερικά και εξωτερικά είτε αληθινή είτε ψευδής. Ένα τέτοιο περιεχόμενο αλήθειας δεν είναι μια μεταφυσική ιδέα ή ουσία που αιωρείται έξω από το έργο τέχνης. Αλλά ούτε είναι απλώς ανθρώπινο κατασκεύασμα. Είναι ιστορικό αλλά όχι αυθαίρετο, αν και ουτοπικό, σταθερά συνδεδεμένο με συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Το περιεχόμενο της αλήθειας είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα έργο τέχνης αμφισβητεί ταυτόχρονα τον τρόπο με τον οποίο είναι τα πράγματα και προτείνει πώς τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα, αλλά ουσιαστικά αφήνει τα πράγματα αμετάβλητα.
Στα Ελληνικά η "Ἁισθητική Θεωρία" του Adorno κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια (εκδ.2000) σε μετάφραση από τα γερμανικά του υπεύθυνου της σειράς "Κριτική Θεωρία" των εκδόσεων Λευτέρη Αναγνώστου. Οι σημειώσεις του μεταφραστή ειναι εξαιρετικές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου