Το έργο της Hannah Arendt δεν είναι ένα φιλοσοφικό σύστημα. Είναι μια προσπάθεια να σκεφτεί ριζικά την ανθρώπινη ύπαρξη σε δημόσιο και πολιτικό πλαίσιο. Ένα από τα σημαντικότερα έργα της, «Οι ρίζες του ολοκληρωτισμού» ("The Origins of Totalitarianism"), προσφέρει μια σύνθετη ανάλυση για το πώς ο αντισημιτισμός, ο ιμπεριαλισμός και η κρίση του εθνικού κράτους γέννησαν νέες μορφές πολιτικής εξουσίας. Αυτή η νέα εξουσία, ο ολοκληρωτισμός, δεν απλώς επιβάλλεται με τη βία αλλά διεισδύει σε κάθε πλευρά της ζωής, διαλύει το όριο ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, υπονομεύει τη σκέψη και μετατρέπει το άτομο σε ένα απρόσωπο γρανάζι.
Σε ένα άλλο κομβικό της έργο, «Η ανθρώπινη κατάσταση» ("The Human Condition"), προτείνει μια τριπλή διάκριση ανάμεσα στην εργασία, την κατασκευή και τη δράση. Η εργασία καλύπτει τις βιολογικές μας ανάγκες, η κατασκευή δημιουργεί τον υλικό κόσμο, ενώ η δράση συντελείται στον δημόσιο χώρο ως έκφραση ελευθερίας και πολιτικής συμμετοχής. Η Hannah Arendt βλέπει τη σύγχρονη κοινωνία να παραγκωνίζει αυτή την τρίτη διάσταση, υποβαθμίζοντας τη δυνατότητα των ανθρώπων να συνδιαμορφώνουν τον κόσμο τους.
Η πιο συζητημένη ίσως έννοια που εισήγαγε είναι η «κοινοτοπία του κακού». Παρακολουθώντας τη δίκη του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ, η Hannah Arendt σοκάρει τη δημόσια γνώμη ισχυριζόμενη πως ο Eichmann δεν ήταν ένα τέρας, αλλά ένας άνθρωπος που απλώς «δεν σκέφτηκε». Μέσα από αυτόν, ανέδειξε μια επικίνδυνη κανονικότητα: ότι η έλλειψη κρίσης, η τυφλή υπακοή και η απορρόφηση σε ένα σύστημα μπορούν να καταστήσουν κάποιον συνεργό σε εγκλήματα, χωρίς να συνειδητοποιεί την ηθική του ευθύνη.
Η σκέψη, για την Hannah Arendt, είναι θεμέλιο της ηθικής. Στο ατελές έργο «Η ζωή του πνεύματος», επιμένει πως η ηθική δεν είναι σύνολο κανόνων αλλά άσκηση κρίσης και αυτογνωσίας. Μιλά για τη «σκέψη χωρίς μπαστούνι», μια σκέψη χωρίς εξωτερικά στηρίγματα, που αναλαμβάνει την ευθύνη να κρίνει μέσα στην αβεβαιότητα του κόσμου. Αυτή η μορφή σκέψης είναι, για την ίδια, το αντίδοτο στην υποταγή, την απανθρωπιά και τον φανατισμό.
Η ελευθερία για την Hannah Arendt δεν ταυτίζεται με την ιδιωτική αυτάρκεια αλλά με τη συμμετοχή σε έναν κοινό χώρο. Στο έργο της «Για την επανάσταση» ("On Revolution"), αναδεικνύει τη σημασία της πολιτικής ελευθερίας, η οποία δεν είναι δεδομένη αλλά πρέπει να οικοδομηθεί μέσα από τη δημιουργία θεσμών, τη δημόσια δράση και τη συλλογική ευθύνη. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπάρχει αληθινή δημοκρατία χωρίς συμμετοχή, χωρίς κοινότητα και χωρίς χώρο για διαφωνία.
Η Hannah Arendt υπήρξε ανεξάρτητη στοχάστρια, χωρίς δεσμεύσεις σε σχολές ή ιδεολογίες. Η δουλειά της διαπερνά τα όρια της φιλοσοφίας και αγγίζει την πολιτική επιστήμη, την ιστορία, την κοινωνιολογία και την ηθική. Οι ιδέες της βρήκαν απήχηση σε κοινωνικά κινήματα, φεμινιστικές και αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες, αλλά και σε θεωρητικούς της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η Hannah Arendt μας υπενθυμίζει ότι το να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε και να δρούμε δεν είναι πολυτέλειες αλλά βασικές μορφές ύπαρξης. Σε μια εποχή όπου η βία, η γραφειοκρατία, ο τεχνοκρατισμός και η μαζική αποστασιοποίηση απειλούν την πολιτική και ηθική αυτονομία, το έργο της λειτουργεί ως φάρος. Όχι για να μας πει τι να κάνουμε, αλλά για να μας δείξει ότι πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να το σκεφτούμε.
Η μελέτη του έργου της Hannah Arendt δεν αφορά μόνο το παρελθόν. Αφορά το πώς σκεφτόμαστε το παρόν και πώς επιλέγουμε να χτίσουμε το μέλλον. Αφορά το πώς ζούμε μαζί, μέσα στη διαφορά, και πώς μπορούμε να θεμελιώσουμε έναν πιο ανθρώπινο και πιο δίκαιο κόσμο.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου