«Με το Μνημόνιο διαταράχθηκαν οι συμβιωτικές σχέσεις του κράτους με τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Ανατράπηκαν οι καθιερωμένες πρακτικές της επιχειρηματικής δράσης, και, κυρίως, του κρατικοδίαιτου επιχειρείν, που βασιζόταν σε αδιαφανείς διαδικασίες προμηθειών του Δημοσίου και συμβάσεων έργων, σε ανοχή στην παραβατική συμπεριφορά μη συμμόρφωσης στην φορολογική, εργατική, ασφαλιστική, περιβαλλοντική κ.λπ. νομοθεσία, στην απουσία ταχείας διεκπεραίωσης των δικαστικών διαφορών, και, εν γένει, σε ένα ιδιότυπο σύστημα οικονομικού dumping που συντηρούσε στην ζωή μία σειρά από επιχειρήσεις με τεράστιο κόστος, για την οικονομική και κοινωνική ευημερία του τόπου. Ταυτόχρονα, ανατράπηκαν και οι καθιερωμένες πρακτικές διεκδικητικών επιδιώξεων και πελατειακών σχέσεων στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας», αναφέρει μεταξύ άλλων στο εβδομαδιαίο δελτίο της η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, συμπληρώνοντας ότι: «δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη η ανοχή της κοινωνίας στο φαινόμενο της αποδόμησης του βιοτικού επιπέδου όσων δεν έχουν πλέον την δυνατότητα να εργασθούν και της απαξίωσης του ανθρώπινου δυναμικού των δημοσίων υπηρεσιών και επιχειρήσεων, όπου πολλοί δουλεύουν σκληρά χωρίς να αμείβονται όπως πρέπει, για να αμείβονται πολλοί άλλοι χωρίς ουσιαστικά να δουλεύουν».
«Η μείωση των ελλειμμάτων και η συνεπαγόμενη λιτότητα οδήγησαν την οικονομία σε μεγάλη ύφεση, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο τζίρος των επιχειρήσεων, να αυξηθεί το φορολογικό βάρος, να αυξηθεί η ανεργία, η υποαπασχόληση και η αδήλωτη εργασία, και, έτσι, να τρωθεί ανεπανόρθωτα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που βασίζεται στις τρέχουσες εισφορές των εργαζομένων για την πληρωμή των συντάξεων (pay-as-you-go). Αυτό οδήγησε σε περικοπές των συντάξεων και άλλων κοινωνικών δαπανών που, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αύξηση της φοροδιαφυγής, έθεσε σε κίνηση μία διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης εξασθένισης του κράτους πρόνοιας, που πλήττεται και από τις σχέσεις διαφθοράς που συνεχώς έρχονται στο φως της δημοσιότητας όσον αφορά στην χρήση των πόρων του συστήματος» εξηγεί η Alpha Bank και συνεχίζει:
«Μέχρι σήμερα, η αθέτηση υποχρεώσεων του κράτους στο εσωτερικό της χώρας είναι ελεγχόμενη. Εάν, όμως, δεν ληφθούν τα μέτρα των €11,5 δισ., τότε η χώρα οδηγείται μαθηματικά σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, κυρίως έναντι των χωρών της Ευρωζώνης, μιας και οι αγορές ήδη τιμολογούν τα δεκαετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με επιτόκιο άνω του 23%. Μετά το PSI, τα 2/3 περίπου του μακροπρόθεσμου δημοσίου χρέους είναι πλέον στα χέρια κρατών και υπερεθνικών οργανισμών. Εξ αυτού του γεγονότος, η χώρα έχει περιέλθει σε μια κατάσταση ιδιότυπης ομηρείας και εξάρτησης. Σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων, οι ιδιώτες ομολογιούχοι μπορούν να προσφύγουν στα δικαστήρια και να απαιτήσουν τα λεφτά τους πίσω (και σήμερα όλα τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου είναι εκδόσεως εξωτερικού και, συνεπώς, κάτι τέτοιο είναι εφικτό για τους ομολογιούχους). Μια, όμως, χρεοκοπία απέναντι σε κράτη και υπερεθνικές οντότητες δηλητηριάζει για πάντα τις διακρατικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, θα είναι αδύνατη η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και η συμβίωσή μας μαζί με άλλα κράτη της Ευρωζώνης στα οποία χρωστάμε λεφτά, όταν δεν εξυπηρετούμε τα χρέη μας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εμπορικές ή άλλου είδους συναλλαγές με κατοίκους των χωρών αυτών, δεν θα είναι ανεκτές. Συνεπώς, μια χρεοκοπία αποπομπή από τις αγορές και εξάλειψη της δυνατότητας προσφυγής σε δανεισμό στο μέλλον, αλλά και την έξοδο μας όχι μόνο από το Ευρώ αλλά, ακόμη χειρότερα, και από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.
Μερικοί οραματίζονται μια τέτοια προοπτική ως δικαίωση των πολιτικών τους επιλογών. Η συντριπτική πλειοψηφία, όμως, των πολιτών θα περιέλθει σε απόλυτη ένδεια καθώς η χώρα θα απομονωθεί γρήγορα, όπως η Αλβανία επί Ενβέρ Χότζα. Εκεί οδηγούν οι επιλογές όσων απερίσκεπτα και επιπόλαια προβάλλουν την χρεοκοπία και την έξοδο από το Ευρώ ως εναλλακτική επιλογή της λήψης μέτρων.
Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η πολιτική ηγεσία νομιμοποιείται να λαμβάνει μέτρα που οδηγούν συνεχώς σε μονόπλευρη συμπίεση των εισοδημάτων ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού, και ιδίως των συνταξιούχων. Σημειωτέον ότι οι περικοπές αυτές είναι η τιμή που πληρώνουμε σήμερα για τις κυβερνητικές καθυστερήσεις και ολιγωρίες του πρόσφατου παρελθόντος. Στην σημερινή συγκυρία, οι αποφάσεις για την περικοπή των κοινωνικών δαπανών κατά €11,5 δισ. είναι μονόδρομος. Η κυβέρνηση, όμως, οφείλει ταυτόχρονα να πείσει ότι θα νοικοκυρεύσει το κράτος και θα βάλει τάξη στη δημοσιονομική διαχείριση. Ο εξορθολογισμός, πάντως, της δημόσιας διοίκησης και η μείωση του μεγέθους του κράτους προχωρούν βραδέως, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους τομείς. Έτσι, αργά ή γρήγορα, η κυβέρνηση θα αναγκασθεί να περικόψει και πάλι το εισόδημα των συνταξιούχων και να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο».
Ωστόσο, όπως σχολιάζει η Alpha, «η αισιοδοξία που έχει αρχίσει να επικρατεί διεθνώς ότι η Ελλάδα τελικά θα τα καταφέρει δημιουργεί προσδοκίες για αλλαγή σελίδας στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να λάβει όλα τα απαραίτητα προς τούτο μέτρα και η Τρόικα να συμβάλει με την αναμενόμενη έκθεση προόδου στην εδραίωση αυτών των προσδοκιών. Η έκθεση αυτή αναμένεται να είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα και να οδηγήσει στον τερματισμό κάθε συζήτησης περί εξόδου της χώρας μας από το Ευρώ και στην αποδέσμευση της δόσης των € 31,5 δις τον Οκτώβριο του 2012.
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της επιδίωξης για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση καλείται να διαπραγματευθεί την εμπροσθοβαρή καταβολή πρόσθετων χρηματοδοτικών πόρων (εντός του ορίου των εναπομεινάντων πόρων ύψους € 90 δις περίπου που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το 1ο και το 2ο Πακέτο Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης), για την άμεση (όχι σταδιακή) εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ύψους € 6,5 δις περίπου εντός του τελευταίου τριμήνου του 2012, καθώς και για την άμεση (όχι σταδιακή) εξόφληση (μη επανέκδοση) ΕΓΕΔ, οι λήξεις των οποίων ανέρχονται σε € 14,5 δις έως το τέλος του 2012. Έτσι, σε συνδυασμό και με την διογκούμενη επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενίσχυσης της ρευστότητας, αύξησης των χορηγήσεων και, τελικά, επανεκκίνησης της οικονομίας, που είναι και το ζητούμενο.
Μία ευνοϊκή Έκθεση της Τρόικα αναμένεται, επίσης, να άρει τα εμπόδια που φαίνεται ότι ακόμη εγείρονται έως σήμερα όσον αφορά στην αναγκαία αύξηση της εισροής κοινοτικών πόρων μέσω των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, σε συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μπορεί έτσι να επιτευχθεί η σταδιακή ανάκαμψη των επενδύσεων μέσω της προώθησης των επενδυτικών προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση μίας τέτοιας, ως ανωτέρω, διαπραγμάτευσης είναι η κυβέρνηση να πείσει ότι έχει ήδη εξειδικεύσει τα αναγκαία μέτρα που απαιτούνται για την ομαλή εκτέλεση των Προϋπολογισμών του 2013 και 2014».
«Η μείωση των ελλειμμάτων και η συνεπαγόμενη λιτότητα οδήγησαν την οικονομία σε μεγάλη ύφεση, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ο τζίρος των επιχειρήσεων, να αυξηθεί το φορολογικό βάρος, να αυξηθεί η ανεργία, η υποαπασχόληση και η αδήλωτη εργασία, και, έτσι, να τρωθεί ανεπανόρθωτα το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, που βασίζεται στις τρέχουσες εισφορές των εργαζομένων για την πληρωμή των συντάξεων (pay-as-you-go). Αυτό οδήγησε σε περικοπές των συντάξεων και άλλων κοινωνικών δαπανών που, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη αύξηση της φοροδιαφυγής, έθεσε σε κίνηση μία διαδικασία αυτοτροφοδοτούμενης εξασθένισης του κράτους πρόνοιας, που πλήττεται και από τις σχέσεις διαφθοράς που συνεχώς έρχονται στο φως της δημοσιότητας όσον αφορά στην χρήση των πόρων του συστήματος» εξηγεί η Alpha Bank και συνεχίζει:
«Μέχρι σήμερα, η αθέτηση υποχρεώσεων του κράτους στο εσωτερικό της χώρας είναι ελεγχόμενη. Εάν, όμως, δεν ληφθούν τα μέτρα των €11,5 δισ., τότε η χώρα οδηγείται μαθηματικά σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, κυρίως έναντι των χωρών της Ευρωζώνης, μιας και οι αγορές ήδη τιμολογούν τα δεκαετή ομόλογα του ελληνικού δημοσίου με επιτόκιο άνω του 23%. Μετά το PSI, τα 2/3 περίπου του μακροπρόθεσμου δημοσίου χρέους είναι πλέον στα χέρια κρατών και υπερεθνικών οργανισμών. Εξ αυτού του γεγονότος, η χώρα έχει περιέλθει σε μια κατάσταση ιδιότυπης ομηρείας και εξάρτησης. Σε περίπτωση αθέτησης υποχρεώσεων, οι ιδιώτες ομολογιούχοι μπορούν να προσφύγουν στα δικαστήρια και να απαιτήσουν τα λεφτά τους πίσω (και σήμερα όλα τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου είναι εκδόσεως εξωτερικού και, συνεπώς, κάτι τέτοιο είναι εφικτό για τους ομολογιούχους). Μια, όμως, χρεοκοπία απέναντι σε κράτη και υπερεθνικές οντότητες δηλητηριάζει για πάντα τις διακρατικές σχέσεις. Με λίγα λόγια, θα είναι αδύνατη η παραμονή μας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και η συμβίωσή μας μαζί με άλλα κράτη της Ευρωζώνης στα οποία χρωστάμε λεφτά, όταν δεν εξυπηρετούμε τα χρέη μας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εμπορικές ή άλλου είδους συναλλαγές με κατοίκους των χωρών αυτών, δεν θα είναι ανεκτές. Συνεπώς, μια χρεοκοπία αποπομπή από τις αγορές και εξάλειψη της δυνατότητας προσφυγής σε δανεισμό στο μέλλον, αλλά και την έξοδο μας όχι μόνο από το Ευρώ αλλά, ακόμη χειρότερα, και από την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση.
Μερικοί οραματίζονται μια τέτοια προοπτική ως δικαίωση των πολιτικών τους επιλογών. Η συντριπτική πλειοψηφία, όμως, των πολιτών θα περιέλθει σε απόλυτη ένδεια καθώς η χώρα θα απομονωθεί γρήγορα, όπως η Αλβανία επί Ενβέρ Χότζα. Εκεί οδηγούν οι επιλογές όσων απερίσκεπτα και επιπόλαια προβάλλουν την χρεοκοπία και την έξοδο από το Ευρώ ως εναλλακτική επιλογή της λήψης μέτρων.
Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι η πολιτική ηγεσία νομιμοποιείται να λαμβάνει μέτρα που οδηγούν συνεχώς σε μονόπλευρη συμπίεση των εισοδημάτων ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού, και ιδίως των συνταξιούχων. Σημειωτέον ότι οι περικοπές αυτές είναι η τιμή που πληρώνουμε σήμερα για τις κυβερνητικές καθυστερήσεις και ολιγωρίες του πρόσφατου παρελθόντος. Στην σημερινή συγκυρία, οι αποφάσεις για την περικοπή των κοινωνικών δαπανών κατά €11,5 δισ. είναι μονόδρομος. Η κυβέρνηση, όμως, οφείλει ταυτόχρονα να πείσει ότι θα νοικοκυρεύσει το κράτος και θα βάλει τάξη στη δημοσιονομική διαχείριση. Ο εξορθολογισμός, πάντως, της δημόσιας διοίκησης και η μείωση του μεγέθους του κράτους προχωρούν βραδέως, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους τομείς. Έτσι, αργά ή γρήγορα, η κυβέρνηση θα αναγκασθεί να περικόψει και πάλι το εισόδημα των συνταξιούχων και να μειώσει τους μισθούς των εργαζομένων στο δημόσιο».
Ωστόσο, όπως σχολιάζει η Alpha, «η αισιοδοξία που έχει αρχίσει να επικρατεί διεθνώς ότι η Ελλάδα τελικά θα τα καταφέρει δημιουργεί προσδοκίες για αλλαγή σελίδας στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να λάβει όλα τα απαραίτητα προς τούτο μέτρα και η Τρόικα να συμβάλει με την αναμενόμενη έκθεση προόδου στην εδραίωση αυτών των προσδοκιών. Η έκθεση αυτή αναμένεται να είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα και να οδηγήσει στον τερματισμό κάθε συζήτησης περί εξόδου της χώρας μας από το Ευρώ και στην αποδέσμευση της δόσης των € 31,5 δις τον Οκτώβριο του 2012.
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της επιδίωξης για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η κυβέρνηση καλείται να διαπραγματευθεί την εμπροσθοβαρή καταβολή πρόσθετων χρηματοδοτικών πόρων (εντός του ορίου των εναπομεινάντων πόρων ύψους € 90 δις περίπου που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το 1ο και το 2ο Πακέτο Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης), για την άμεση (όχι σταδιακή) εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ύψους € 6,5 δις περίπου εντός του τελευταίου τριμήνου του 2012, καθώς και για την άμεση (όχι σταδιακή) εξόφληση (μη επανέκδοση) ΕΓΕΔ, οι λήξεις των οποίων ανέρχονται σε € 14,5 δις έως το τέλος του 2012. Έτσι, σε συνδυασμό και με την διογκούμενη επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δημιουργούνται προϋποθέσεις ενίσχυσης της ρευστότητας, αύξησης των χορηγήσεων και, τελικά, επανεκκίνησης της οικονομίας, που είναι και το ζητούμενο.
Μία ευνοϊκή Έκθεση της Τρόικα αναμένεται, επίσης, να άρει τα εμπόδια που φαίνεται ότι ακόμη εγείρονται έως σήμερα όσον αφορά στην αναγκαία αύξηση της εισροής κοινοτικών πόρων μέσω των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, σε συνεργασία και με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μπορεί έτσι να επιτευχθεί η σταδιακή ανάκαμψη των επενδύσεων μέσω της προώθησης των επενδυτικών προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση μίας τέτοιας, ως ανωτέρω, διαπραγμάτευσης είναι η κυβέρνηση να πείσει ότι έχει ήδη εξειδικεύσει τα αναγκαία μέτρα που απαιτούνται για την ομαλή εκτέλεση των Προϋπολογισμών του 2013 και 2014».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου