Η αλήθεια είναι πως δεν απέτυχαν μόνο όλες οι τακτικές που η δημοκρατική κοινότητα δοκίμασε κατά της Χρυσής Αυγής, αλλά απέτυχαν και όλες οι θεωρίες εξήγησης του φαινομένου. Αυτό, προφανώς, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ολόκληρο το δημοκρατικό σύστημα (από τα κόμματα, μέχρι τα ΜΜΕ και μέχρι τις οργανώσεις των πολιτών) είχε επαναπαυθεί σε αφορισμούς του στυλ «στην Ελλάδα δεν περνάει ο φασισμός» και συνεπώς όλοι ήταν απροετοίμαστοι για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η παθογένεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κριτική που γίνεται στα Μέσα Ενημέρωσης. Κάποτε κατηγορούνταν ότι προβάλλουν τη Χρυσή Αυγή επειδή την εμφάνιζαν. Τώρα κατηγορούνται για το ακριβώς αντίθετο, διότι δεν την εμφανίζουν για να την απομυθοποιήσουν. Το αποτέλεσμα αυτής της αμηχανίας είναι να μοιάζει ο δημοκρατικός χώρος σαν κοτέτσι στο οποίο μπήκε φίδι. Ολοι ξεφωνίζουν γι’ αυτό και κανείς δεν ξέρει τι πρέπει να κάνει.
Τα ξεφωνητά όμως δεν βοηθούν. Ούτε η αποσπασματική αντιμετώπιση. Κι αυτό διότι ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται με περιστασιακά κλαδέματα. Πρέπει να ξεραθούν οι ρίζες που τον τρέφουν. Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα γιατί αφενός οι ρίζες είναι πολλές και αφετέρου βρίσκονται εκεί που μέχρι σήμερα ποτίζαμε.
Το πρώτο πρόβλημα στην αντιμετώπιση της Χ.Α. είναι ότι επί μακρόν η άνοδός της εθεωρείτο ότι έχει μόνο μία αιτία και ήταν εκείνη που βόλευε τη ρητορεία της ρηχής Αριστεράς. Μπορεί η πιο επαρκής μελετήτρια του φαινομένου, η καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης κ. Βασιλική Γεωργιάδου, να φωνάζει ότι «η Χ.Α. υπήρχε και λίγο πριν από την κρίση, δηλαδή εμφανίστηκε με καλά ποσοστά το 2008 και το 2010 στον Δήμο της Αθήνας, στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι για λόγους Μνημονίου» (Lifo 16.4.2014), αλλά στην Ελλάδα η συζήτηση ακόμη και για τα πιο επικίνδυνα θέματα γίνεται με αφορισμούς που βολεύουν.
Η διεθνής εμπειρία
Εκτός αυτού υπάρχει και η διεθνής εμπειρία. Η ακροδεξιά πάει καλά σε χώρες που δεν βιώνουν την ένταση της κρίσης, όπως η Ελλάδα (π.χ. Βρετανία, Δανία, Αυστρία) και δεν πάει καλά σε χώρες με χρόνια υψηλή ανεργία όπως η Ισπανία. Ο λέκτορας Πολιτικής Οικονομίας του King College στο Λονδίνο κ. Alexandre Afonso έκανε έναν συσχετισμό μεταξύ του ποσοστού των ακροδεξιών κομμάτων στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής και της ανεργίας στις χώρες αυτές. Αντιθέτως με τα αριστερά ειωθότα ο συσχετισμός είναι αρνητικός· χαμηλότερη ανεργία, μεγαλύτερη ακροδεξιά. Βεβαίως και ο ίδιος παραδέχεται ότι στα οικονομικοπολιτικά φαινόμενα υπάρχουν πολλοί προσδιοριστικοί παράγοντες, αλλά η σχέση κρίση-ακροδεξιά δεν προκύπτει. Εξάλλου στα χρόνια της κρίσης δεν φούντωσε μόνο η ακροδεξιά· τέλειωσε -ή έστω ανεστάλη- η λειτουργία του πελατειακού κράτους.
Αναρωτιόμασταν και παλιότερα: «Μήπως αυτά που κηρύσσει το νεοναζιστικό κόμμα ήταν διάχυτα στην ελληνική κοινωνία και δεν μπορούσαν να βρουν πολιτική έκφραση, επειδή οι σημερινοί ψηφοφόροι της Χ.Α. ήταν μπουκωμένοι από το επάρατο πελατειακό κράτος; Μήπως ο φασισμός που ξορκίζαμε ήταν διαρκώς παρών σε διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού μας βίου;» (Της ημετέρας παιδείας αμέτοχοι, «Καθημερινή» 12.4.2013). Συμπληρώναμε ότι πρέπει «να δούμε τι μαθαίνουν τα παιδιά στα σχολεία, αν αντιλαμβάνονται το έθνος με όρους του 19ου αιώνα, αν διδάσκονται δηλαδή τις εθνικιστικές ανοησίες περί αίματος και τιμής και αποσιωπάται ότι όποτε αυτό το έθνος μεγαλούργησε είναι επειδή προετοιμάστηκε καλά για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Να ψάξουμε αν οι πολίτες αυτού του τόπου μαθαίνουν τον δημοκρατικό κανόνα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν· τι είναι νόμος και τι παρανομία. Να δούμε έστω πόσα μαθαίνουν τα παιδιά για την πραγματική φύση του φασισμού ή αν υποδορίως τον διδάσκονται με τελετουργικά όπως οι παρελάσεις» (Το κακό σπυρί της Χρυσής Αυγής, «Καθημερινή» 6.10.2013).
Η πρώτη ρίζα που τρέφει τη Χ.Α. είναι ο ελληνικός εθνικισμός που μασκαρεύεται ως πατριωτισμός. Είναι το γεγονός ότι μεγάλωσαν γενιές που μαθαίνουν παραμύθια αντί ιστορίας, με θεωρίες περί «ελληνικής εξαίρεσης» την οποία κατατρύχουν ντόπιοι και ξένοι εχθροί. Είναι το γεγονός ότι όποτε αντιμετωπίζαμε κάποιο εθνικό θέμα δεν το συζητούσαμε αλλά αφορίζαμε· όχι μόνο την αλήθεια αλλά κι εκείνους που είχαν «αιρετική» άποψη. Τα «λιντσαρίσματα» την εποχή του Μακεδονικού, της εποχής Οτσαλάν, του «σχεδίου Ανάν» κ.λπ. ήταν πρώτο τραπέζι τηλεοπτικό πάνελ. Διαμορφώθηκε μια γενιά που «έμαθε» ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον μας κι απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Ρυθμισμένη οικονομία
Η δεύτερη ρίζα αποκαλύφθηκε το 1944 από τον νομπελίστα οικονομολόγο Φρίντριχ Χάγιεκ. «Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός», έγραψε στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία», «αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η διαδικασία παρακμής του κράτους δικαίου εκτυλισσόταν σταθερά στη Γερμανία και για καιρό πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς και ότι μια αρκούντως προχωρημένη πολιτική στην κατεύθυνση του ολοκληρωτικού σχεδιασμού (της οικονομίας) είχε κάνει ήδη μεγάλο μέρος δουλειάς που τελείωσε ο Χίτλερ... Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων». Είναι λογικό: όταν ένας λαός μάθει ότι η λύση για κάθε πρόβλημα είναι ο κρατικοπαρεμβατικός σχεδιασμός, τότε σε περιόδους κρίσης θα ζητά ακόμη περισσότερο από αυτόν, ακόμη κι αν αυτός γίνει φασισμός. Εξ ου και οι κραυγές που ακούγονται για έναν Πούτιν, ή έναν ηγέτη (στα γερμανικά Φύρερ) που θα λύσει μαγικά όλα τα προβλήματα. Διαμορφώθηκε μια γενιά που «έμαθε» ότι όλος ο κόσμος προχωρά μόνο με την ισχύ του κράτους κι απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Βεβαίως και η Αριστερά είναι υπέρ της μεγάλης κρατικής ρύθμισης, αλλά όπως γράφει ο Χάγιεκ «μολονότι τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν τη δύναμη να πετύχουν τα πάντα εάν είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν βία, δίστασαν να το κάνουν. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, είχαν θέσει στον εαυτό τους ένα καθήκον το οποίο μπορούσαν να επιτελέσουν μόνο οι αδίστακτοι (σ.σ. φασίστες), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να αγνοήσουν τους φραγμούς της κρατούσας ηθικής... Τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα εμποδίστηκαν από τα δημοκρατικά ιδεώδη τους: δεν διέθεταν την απαιτούμενη αγριότητα για την εκτέλεση της αποστολής που είχαν επιλέξει».
Διάχυτη ανομία
Η τρίτη ρίζα είναι το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας και η έλλειψη σεβασμού των δημοκρατικών κανόνων· είτε αυτοί έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα της πλειοψηφίας, είτε με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Είναι η διάχυτη ανομία (πολλές φορές με πολιτική προβιά), οι μούντζες στο Κοινοβούλιο, οι χειροδικίες εναντίον βουλευτών (αντί της καταψήφισής τους), οι προπηλακισμοί ανθρώπων με αντίθετη άποψη (αντί επιχειρηματολογίας), οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων εθνικών, θρησκευτικών κ.λπ. μειονοτήτων, η διαμονοποίηση των μεταναστών, η κατάφωρη παραβίαση δημοκρατικών κανόνων από όργανα της Πολιτείας κ.λπ. Στην Ελλάδα δεν απονομιμοποιήθηκε το πολιτικό σύστημα (όπως πιθανώς θα έπρεπε), απονομιμοποιήθηκε ο δημοκρατικός κανόνας και απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Αν δεν κατανοήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή τρέφεται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις στην Ελλάδα, δεν θα καταφέρει ποτέ κανείς να ξεριζώσει τον φασισμό. Οι ανοησίες που λένε στα καφενεία οι δερματόστικτοι με τον αγκυλωτό σταυρό δεν είναι παρά η κυρίαρχη ρητορική που απλώς πάει λίγο παραπέρα.
- Βασιλική Γεωργιάδου, «Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία», εκδ. Καστανιώτη
- Αννα Φραγκουδάκη, «Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς», εκδ. Αλεξάνδρεια
- Φρ. Χάγιεκ, «Ο δρόμος προς τη δουλεία» εκδ. Παπαδόπουλος
Τα ξεφωνητά όμως δεν βοηθούν. Ούτε η αποσπασματική αντιμετώπιση. Κι αυτό διότι ο φασισμός δεν αντιμετωπίζεται με περιστασιακά κλαδέματα. Πρέπει να ξεραθούν οι ρίζες που τον τρέφουν. Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα γιατί αφενός οι ρίζες είναι πολλές και αφετέρου βρίσκονται εκεί που μέχρι σήμερα ποτίζαμε.
Το πρώτο πρόβλημα στην αντιμετώπιση της Χ.Α. είναι ότι επί μακρόν η άνοδός της εθεωρείτο ότι έχει μόνο μία αιτία και ήταν εκείνη που βόλευε τη ρητορεία της ρηχής Αριστεράς. Μπορεί η πιο επαρκής μελετήτρια του φαινομένου, η καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης κ. Βασιλική Γεωργιάδου, να φωνάζει ότι «η Χ.Α. υπήρχε και λίγο πριν από την κρίση, δηλαδή εμφανίστηκε με καλά ποσοστά το 2008 και το 2010 στον Δήμο της Αθήνας, στο Δημοτικό Συμβούλιο, όχι για λόγους Μνημονίου» (Lifo 16.4.2014), αλλά στην Ελλάδα η συζήτηση ακόμη και για τα πιο επικίνδυνα θέματα γίνεται με αφορισμούς που βολεύουν.
Η διεθνής εμπειρία
Εκτός αυτού υπάρχει και η διεθνής εμπειρία. Η ακροδεξιά πάει καλά σε χώρες που δεν βιώνουν την ένταση της κρίσης, όπως η Ελλάδα (π.χ. Βρετανία, Δανία, Αυστρία) και δεν πάει καλά σε χώρες με χρόνια υψηλή ανεργία όπως η Ισπανία. Ο λέκτορας Πολιτικής Οικονομίας του King College στο Λονδίνο κ. Alexandre Afonso έκανε έναν συσχετισμό μεταξύ του ποσοστού των ακροδεξιών κομμάτων στις ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής και της ανεργίας στις χώρες αυτές. Αντιθέτως με τα αριστερά ειωθότα ο συσχετισμός είναι αρνητικός· χαμηλότερη ανεργία, μεγαλύτερη ακροδεξιά. Βεβαίως και ο ίδιος παραδέχεται ότι στα οικονομικοπολιτικά φαινόμενα υπάρχουν πολλοί προσδιοριστικοί παράγοντες, αλλά η σχέση κρίση-ακροδεξιά δεν προκύπτει. Εξάλλου στα χρόνια της κρίσης δεν φούντωσε μόνο η ακροδεξιά· τέλειωσε -ή έστω ανεστάλη- η λειτουργία του πελατειακού κράτους.
Αναρωτιόμασταν και παλιότερα: «Μήπως αυτά που κηρύσσει το νεοναζιστικό κόμμα ήταν διάχυτα στην ελληνική κοινωνία και δεν μπορούσαν να βρουν πολιτική έκφραση, επειδή οι σημερινοί ψηφοφόροι της Χ.Α. ήταν μπουκωμένοι από το επάρατο πελατειακό κράτος; Μήπως ο φασισμός που ξορκίζαμε ήταν διαρκώς παρών σε διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού μας βίου;» (Της ημετέρας παιδείας αμέτοχοι, «Καθημερινή» 12.4.2013). Συμπληρώναμε ότι πρέπει «να δούμε τι μαθαίνουν τα παιδιά στα σχολεία, αν αντιλαμβάνονται το έθνος με όρους του 19ου αιώνα, αν διδάσκονται δηλαδή τις εθνικιστικές ανοησίες περί αίματος και τιμής και αποσιωπάται ότι όποτε αυτό το έθνος μεγαλούργησε είναι επειδή προετοιμάστηκε καλά για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις. Να ψάξουμε αν οι πολίτες αυτού του τόπου μαθαίνουν τον δημοκρατικό κανόνα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν· τι είναι νόμος και τι παρανομία. Να δούμε έστω πόσα μαθαίνουν τα παιδιά για την πραγματική φύση του φασισμού ή αν υποδορίως τον διδάσκονται με τελετουργικά όπως οι παρελάσεις» (Το κακό σπυρί της Χρυσής Αυγής, «Καθημερινή» 6.10.2013).
Η πρώτη ρίζα που τρέφει τη Χ.Α. είναι ο ελληνικός εθνικισμός που μασκαρεύεται ως πατριωτισμός. Είναι το γεγονός ότι μεγάλωσαν γενιές που μαθαίνουν παραμύθια αντί ιστορίας, με θεωρίες περί «ελληνικής εξαίρεσης» την οποία κατατρύχουν ντόπιοι και ξένοι εχθροί. Είναι το γεγονός ότι όποτε αντιμετωπίζαμε κάποιο εθνικό θέμα δεν το συζητούσαμε αλλά αφορίζαμε· όχι μόνο την αλήθεια αλλά κι εκείνους που είχαν «αιρετική» άποψη. Τα «λιντσαρίσματα» την εποχή του Μακεδονικού, της εποχής Οτσαλάν, του «σχεδίου Ανάν» κ.λπ. ήταν πρώτο τραπέζι τηλεοπτικό πάνελ. Διαμορφώθηκε μια γενιά που «έμαθε» ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον μας κι απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Ρυθμισμένη οικονομία
Η δεύτερη ρίζα αποκαλύφθηκε το 1944 από τον νομπελίστα οικονομολόγο Φρίντριχ Χάγιεκ. «Ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός», έγραψε στο βιβλίο του «Ο δρόμος προς τη δουλεία», «αναπτύχθηκαν από την εμπειρία μιας ολοένα και πιο ρυθμισμένης οικονομίας. Η διαδικασία παρακμής του κράτους δικαίου εκτυλισσόταν σταθερά στη Γερμανία και για καιρό πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, καθώς και ότι μια αρκούντως προχωρημένη πολιτική στην κατεύθυνση του ολοκληρωτικού σχεδιασμού (της οικονομίας) είχε κάνει ήδη μεγάλο μέρος δουλειάς που τελείωσε ο Χίτλερ... Η άνοδος του φασισμού και του ναζισμού δεν ήταν μια αντίδραση στα σοσιαλιστικά ρεύματα της προηγούμενης περιόδου, αλλά αναγκαία συνέπεια αυτών των τάσεων». Είναι λογικό: όταν ένας λαός μάθει ότι η λύση για κάθε πρόβλημα είναι ο κρατικοπαρεμβατικός σχεδιασμός, τότε σε περιόδους κρίσης θα ζητά ακόμη περισσότερο από αυτόν, ακόμη κι αν αυτός γίνει φασισμός. Εξ ου και οι κραυγές που ακούγονται για έναν Πούτιν, ή έναν ηγέτη (στα γερμανικά Φύρερ) που θα λύσει μαγικά όλα τα προβλήματα. Διαμορφώθηκε μια γενιά που «έμαθε» ότι όλος ο κόσμος προχωρά μόνο με την ισχύ του κράτους κι απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Βεβαίως και η Αριστερά είναι υπέρ της μεγάλης κρατικής ρύθμισης, αλλά όπως γράφει ο Χάγιεκ «μολονότι τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν τη δύναμη να πετύχουν τα πάντα εάν είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν βία, δίστασαν να το κάνουν. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται, είχαν θέσει στον εαυτό τους ένα καθήκον το οποίο μπορούσαν να επιτελέσουν μόνο οι αδίστακτοι (σ.σ. φασίστες), οι οποίοι ήταν έτοιμοι να αγνοήσουν τους φραγμούς της κρατούσας ηθικής... Τα παλιά σοσιαλιστικά κόμματα εμποδίστηκαν από τα δημοκρατικά ιδεώδη τους: δεν διέθεταν την απαιτούμενη αγριότητα για την εκτέλεση της αποστολής που είχαν επιλέξει».
Διάχυτη ανομία
Η τρίτη ρίζα είναι το έλλειμμα δημοκρατικής παιδείας και η έλλειψη σεβασμού των δημοκρατικών κανόνων· είτε αυτοί έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα της πλειοψηφίας, είτε με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Είναι η διάχυτη ανομία (πολλές φορές με πολιτική προβιά), οι μούντζες στο Κοινοβούλιο, οι χειροδικίες εναντίον βουλευτών (αντί της καταψήφισής τους), οι προπηλακισμοί ανθρώπων με αντίθετη άποψη (αντί επιχειρηματολογίας), οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων εθνικών, θρησκευτικών κ.λπ. μειονοτήτων, η διαμονοποίηση των μεταναστών, η κατάφωρη παραβίαση δημοκρατικών κανόνων από όργανα της Πολιτείας κ.λπ. Στην Ελλάδα δεν απονομιμοποιήθηκε το πολιτικό σύστημα (όπως πιθανώς θα έπρεπε), απονομιμοποιήθηκε ο δημοκρατικός κανόνας και απλώς το 10% αυτών το πάει και λίγο μακρύτερα.
Αν δεν κατανοήσουμε ότι η Χρυσή Αυγή τρέφεται από τις κυρίαρχες αντιλήψεις στην Ελλάδα, δεν θα καταφέρει ποτέ κανείς να ξεριζώσει τον φασισμό. Οι ανοησίες που λένε στα καφενεία οι δερματόστικτοι με τον αγκυλωτό σταυρό δεν είναι παρά η κυρίαρχη ρητορική που απλώς πάει λίγο παραπέρα.
Ιnfo
- Αννα Φραγκουδάκη, «Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς», εκδ. Αλεξάνδρεια
- Φρ. Χάγιεκ, «Ο δρόμος προς τη δουλεία» εκδ. Παπαδόπουλος
*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ χθες Κυριακή 1η Ιουνίου 2014. Θεωρώ την ανάλυση του κ. Μανδραβέλη ενδιαφέρουσα, συν τοις άλλοις με την έννοια ότι σπάνια έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε μία κατ' ουσίαν φιλελευθερη διαλεκτική επί του προβλήματος της ανόδου του φασισμού στην Ελλάδα, καθώς η εγχώριαν αρθρογραφία κυριαρχείται από το ρηχό Αριστερό αφήγημα, ή την προσπάθεια Πολιτικών Επιστημόνων να αποδείνουν ότι η άνοδος του φασισμού στις αρχές του 20ου αιώνα έχει ίδια χαρακτηριστικά με την σημερινή ελληνική συγκυρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου