To C.R.A.Z.Y. είναι αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα πικρόγλυκα δράματα που έχω δει ποτέ στο σινεμά. Με μουσική επένδυση που από μόνη της εκκινεί συναισθήματα νοσταλγίας, είναι μιά ταινία που πραγματικά λυπάμαι που ο κινηματογραφόφιλος κόσμος αγνόησε θεωρώντας πιθανόν ότι θα δει μία ακόμα gay-themed ταινία, χάνοντας έτσι μία από τις καλύτερες και πιο ανθρώπινες ταινίες της χρονιάς που εκπνέει.
Για να αρχίσουμε να βάζουμε τα πράγματα στην θέση τους, η ταινία δεν έχει ως θέμα την ομοφυλοφιλία. Είναι μία ταινία με θέμα την ενηλικίωση στην διάρκεια των δεκαετιών 70’s και 80’s με όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ενήλικοι και ανήλικοι, σε μια χρονική περίοδο που όλος ο Δυτικός Πολιτισμός αναζήτησε -μέσα από συχνά ακραίες φόρμες έκφρασης- πορεία προς την ενηλικίωση του. Η ταινία θυμίζει τα άρθρα μουσικοκριτικών που αναφέρουν τις συγκεκριμένες δεκαετίες ως την «εφηβεία» της δυτικής μουσικής. Η ιστορία του Zach είναι αυτή ενός αγοριού που εκτός από όλες τις άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο καθένας μας στην εφηβεία του, έχει να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα την πρόκληση να συμβιβαστεί ο ίδιος και οι άλλοι με την ιδιαιτερότητα του, σε μία εποχή που όλα αλλάζουν, που όλα ουσιαστικά είναι «ιδιαίτερα». Η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ταινία. Κάθε τόσο νότες του Charles Aznevour – τον οποίο μιμείται συχνά – πυκνά ο πατέρας του Zach, και η Patsy Cline προσθέτουν ηχόχρωμα στον κόσμο των σταθερών αξιών των «μεγάλων», και οι David Bowie, Jefferson Airplane, και πολλοί άλλοι ακόμα χρωματίζουν τον κόσμο του Zach. Μετά από μία σύντομη εισαγωγή στην ατμόσφαιρα τους τέλους της δεκαετίας του ’60, η ταινία παίρνει φόρα και συγκρούεται με τον τοίχο. Ο Zach προσεύχεται να αλλάξει και να γίνει όπως τα αδέλφια του προκειμένου να έχει και πάλι την χαμένη αποδοχή του πατέρα του όπως στα παιδικά του χρόνια, ενώ η εποχή αυτή ξεκινά με μία απίστευτη σκηνή μέσα σε μία εκκλησία όπου το εκκλησίασμα και η χορωδία «ψέλνουν» το Sympathy for the devil. Το soundtrack θα πρέπει να αναζητηθεί από κάθε φίλο της εποχής της ταινίας, είναι πραγματικά απάνθισμα της εποχής του.
Για αυτούς που ανησυχούν αναφορικά με το τι θα δουν τα μάτια τους, να πω ότι τίποτα δεν δείχνεται, τα περισσότερα υπονοούνται και απλά κάποια από αυτά υπογραμμίζονται. Ανάλογα διακριτική είναι η διαλεκτική της ταινίας και για άλλα ζητήματα, όπως για το γεγονός ότι η μητέρα έχει έναν ιδιαίτερο ψυχικό δεσμό με τον γιό της, αλλά και πολλά άλλα, από τα «περίεργα» της εποχής.
Ιδιαίτερης μνείας πρέπει να τύχει η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Marc-André Grondin στον ρόλο του Zach αλλά και αυτή της Danielle Proulx στον ρόλο της μητέρας. Ο Michel Côté εξαίρετος βετεράνος καναδός κωμικός ηθοποιός ενσαρκώνει τον πατέρα και αποτελεί το εφαλτήριο των περισσότερων κωμικών σκηνών ενδο-οικογενειακών καυγάδων. Γενικώς στο επίπεδο του casting έχει γίνει εξαιρετική δουλειά. Η σκηνοθεσία δίνει ιδιαίτερο ρυθμό και ορισμένες γωνίες λήψης προσθέτουν σημαντικά στην χιουμοριστική διάσταση των πραγμάτων. Η ταινία έχει κερδίσει 10 Genie Awards στον Καναδά, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται καλύτερου σεναρίου, καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου Α’ ανδρ. ρόλου καθώς επίσης 13 Prix Jutras (τα τοπικά «όσκαρ» του Quebec), ενώ έχει αναγνωριστεί ως η κορυφαία καναδική παραγωγή για το 2005 με το Golden Reel Award και έχει επίσης λάβει το «Toronto International Film Festival Award for the Best Canadian Feature Film» το ίδιο έτος.
Εν κατακλείδι, το μαγικό φίλτρο της ταινίας για κάτι παραπάνω από δυόμιση ώρες σε κάνει να νοιώθεις ότι βρίσκεσαι εκεί, σε μιά γωνιά του σπιτιού που η κάμερα έχει παρελείψει να «δει» ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αναπνέεις τον αέρα τους, νοιώθεις τα συναισθήματα τους που ξεχειλίζουν καθώς προσπαθούν να βρουν το εαυτό τους (οι έφηβοι, την ενηλικίωση, ο πρωταγωνιστής την λύτρωση και την αποδοχή και οι ενήλικοι την ωριμότητα και την ισορροπία, μέσα στον μικρόκοσμο του Μοντρεάλ , το οποίο εκτός από τον Καναδά της εποχής που απεικονίζει η ταινία, μετά το τέλος της βρίσκεται πλέον στην ψυχή μας.
Για να αρχίσουμε να βάζουμε τα πράγματα στην θέση τους, η ταινία δεν έχει ως θέμα την ομοφυλοφιλία. Είναι μία ταινία με θέμα την ενηλικίωση στην διάρκεια των δεκαετιών 70’s και 80’s με όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ενήλικοι και ανήλικοι, σε μια χρονική περίοδο που όλος ο Δυτικός Πολιτισμός αναζήτησε -μέσα από συχνά ακραίες φόρμες έκφρασης- πορεία προς την ενηλικίωση του. Η ταινία θυμίζει τα άρθρα μουσικοκριτικών που αναφέρουν τις συγκεκριμένες δεκαετίες ως την «εφηβεία» της δυτικής μουσικής. Η ιστορία του Zach είναι αυτή ενός αγοριού που εκτός από όλες τις άλλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο καθένας μας στην εφηβεία του, έχει να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα την πρόκληση να συμβιβαστεί ο ίδιος και οι άλλοι με την ιδιαιτερότητα του, σε μία εποχή που όλα αλλάζουν, που όλα ουσιαστικά είναι «ιδιαίτερα». Η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ταινία. Κάθε τόσο νότες του Charles Aznevour – τον οποίο μιμείται συχνά – πυκνά ο πατέρας του Zach, και η Patsy Cline προσθέτουν ηχόχρωμα στον κόσμο των σταθερών αξιών των «μεγάλων», και οι David Bowie, Jefferson Airplane, και πολλοί άλλοι ακόμα χρωματίζουν τον κόσμο του Zach. Μετά από μία σύντομη εισαγωγή στην ατμόσφαιρα τους τέλους της δεκαετίας του ’60, η ταινία παίρνει φόρα και συγκρούεται με τον τοίχο. Ο Zach προσεύχεται να αλλάξει και να γίνει όπως τα αδέλφια του προκειμένου να έχει και πάλι την χαμένη αποδοχή του πατέρα του όπως στα παιδικά του χρόνια, ενώ η εποχή αυτή ξεκινά με μία απίστευτη σκηνή μέσα σε μία εκκλησία όπου το εκκλησίασμα και η χορωδία «ψέλνουν» το Sympathy for the devil. Το soundtrack θα πρέπει να αναζητηθεί από κάθε φίλο της εποχής της ταινίας, είναι πραγματικά απάνθισμα της εποχής του.
Για αυτούς που ανησυχούν αναφορικά με το τι θα δουν τα μάτια τους, να πω ότι τίποτα δεν δείχνεται, τα περισσότερα υπονοούνται και απλά κάποια από αυτά υπογραμμίζονται. Ανάλογα διακριτική είναι η διαλεκτική της ταινίας και για άλλα ζητήματα, όπως για το γεγονός ότι η μητέρα έχει έναν ιδιαίτερο ψυχικό δεσμό με τον γιό της, αλλά και πολλά άλλα, από τα «περίεργα» της εποχής.
Ιδιαίτερης μνείας πρέπει να τύχει η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Marc-André Grondin στον ρόλο του Zach αλλά και αυτή της Danielle Proulx στον ρόλο της μητέρας. Ο Michel Côté εξαίρετος βετεράνος καναδός κωμικός ηθοποιός ενσαρκώνει τον πατέρα και αποτελεί το εφαλτήριο των περισσότερων κωμικών σκηνών ενδο-οικογενειακών καυγάδων. Γενικώς στο επίπεδο του casting έχει γίνει εξαιρετική δουλειά. Η σκηνοθεσία δίνει ιδιαίτερο ρυθμό και ορισμένες γωνίες λήψης προσθέτουν σημαντικά στην χιουμοριστική διάσταση των πραγμάτων. Η ταινία έχει κερδίσει 10 Genie Awards στον Καναδά, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται καλύτερου σεναρίου, καλύτερης σκηνοθεσίας, καλύτερου Α’ ανδρ. ρόλου καθώς επίσης 13 Prix Jutras (τα τοπικά «όσκαρ» του Quebec), ενώ έχει αναγνωριστεί ως η κορυφαία καναδική παραγωγή για το 2005 με το Golden Reel Award και έχει επίσης λάβει το «Toronto International Film Festival Award for the Best Canadian Feature Film» το ίδιο έτος.
Εν κατακλείδι, το μαγικό φίλτρο της ταινίας για κάτι παραπάνω από δυόμιση ώρες σε κάνει να νοιώθεις ότι βρίσκεσαι εκεί, σε μιά γωνιά του σπιτιού που η κάμερα έχει παρελείψει να «δει» ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, αναπνέεις τον αέρα τους, νοιώθεις τα συναισθήματα τους που ξεχειλίζουν καθώς προσπαθούν να βρουν το εαυτό τους (οι έφηβοι, την ενηλικίωση, ο πρωταγωνιστής την λύτρωση και την αποδοχή και οι ενήλικοι την ωριμότητα και την ισορροπία, μέσα στον μικρόκοσμο του Μοντρεάλ , το οποίο εκτός από τον Καναδά της εποχής που απεικονίζει η ταινία, μετά το τέλος της βρίσκεται πλέον στην ψυχή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου