Είναι γνωστό στους δημοσιογράφους ως «ο τρόμος της λευκής σελίδας», ή στη δική μας περίπτωση «ο τρόμος του κενού εγγράφου»: έτσι ονομάζεται ο δισταγμός του συγγραφέα ενός άρθρου όταν θέλει να περιγράψει κάτι τόσο καλό που φοβάται ότι οι λέξεις είναι πολύ φτωχές για να αποτυπώσουν. Ακριβώς αυτό συμβαίνει με τη νέα ταινία του Todd Haynes: ο γραπτός λόγος είναι πολύ «λίγος» για να περιγράψει τη πληρότητα των εικόνων που διέρχονται μπροστά από τον θεατή αυτά τα 135 λεπτά που διαρκεί η ταινία «I’m not there».
Πότε μίαν ταινία λέμε ότι ανοίγει νέους δρόμους; Όταν προβάλλει με πρωτότυπο τρόπο, διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα, το θέμα της. Όταν ανοίγει νέους δρόμους σκηνοθετικά, δραματουργικά, αφηγηματικά. Το “I’m not there” λοιπόν ανοίγει έναν νέο δρόμο. Αυτόν της έμμεσης αλλά όχι άσχετης αναφοράς στο αντικείμενο. Το αντικείμενο της είναι μία βιογραφία του Bob Dylan. Οι συντελεστές της ταινίας επέλεξαν να περιγράψουν την πορεία του Bob Dylan μέσα από μία ταινία καταγραφής των πολλών και ποικίλλων διαφορετικών τρόπων με τους οποίους η σύγχρονη με τον καλλιτέχνη Αμερική -και σε κάποιες περιπτώσεις ο υπόλοιπος κόσμος- τον αντιλήφθηκε. Η ταινία δεν δείχνει τον Bob Dylan: αυτός ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.
Η ταινία καταγράφει μέσα από έξι διαφορετικούς χαρακτήρες τον τρόπο που οι σύγχρονοι του, σε όλη τη πορεία της καριέρας του αντιλήφτηκαν τον Bob Dylan: εχθρικά, φιλικά, επικριτικά ή με θαυμασμό, ανάλογα με την κρίση του καθενός. Παιδιά της εποχής τους όλοι οι χαρακτήρες εκτός από έναν, αυτόν που ενσαρκώνει η Cate Blanchett, η μούσα του σκηνοθέτη -και ως χαρακτήρας- του σεναριογράφου, στον καλύτερο -κατά την άποψη του γράφοντος- ρόλο της καριέρας της. Η εμφάνιση της στο προσκήνιο είναι η μόνη στιγμή που ο Dylan κατά κάποιο τρόπο είναι εκεί. Η ομοιότητα της με τον χαρακτήρα είναι τέτοια ώστε αμέσως γίνεται κέντρο του μικρού παράξενου σύμπαντος που έχει δημιουργήσει ο σκηνοθέτης. Η μόνη σύνδεση με τον τροβαδούρο της ροκ οι original εκδόσεις των κομματιών που ακούγονται.
Πως να μιλήσει κανείς για την αναπαραγωγή της εποχής σε μιά ταινία που η εποχή γράφεται με τα πρόσωπα αυτών που τη ζήσαν: Εξι ηθοποιοί - Cate Blanchett, Ben Whishaw, Christian Bale, Richard Gere, Marcus Carl Franklin, Heath Ledger- και ο Kris Kristofferson ως αφηγητής, έχουν επιστρατευτεί για να ενσαρκώσουν τα παιδιά της εποχής του που προσδιορίστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έναντι του τροβαδούρου. Τα τραγούδια του έχουν αξιοποιηθεί ως μέρη του σεναρίου με αριστουργηματικό τρόπο, κι ίσως γι αυτό αξίζει να αναφέρει κανείς ότι ο μη αγγλόφωνος θεατής θα είναι πάντα ίγο αδικημένος: κανένας υπότιτλος δεν είναι ικανός να αποδώσει πλήρως τους στίχους, αν και περιέργως έχει γίνει σχετικά καλή δουλειά σε αυτό το θέμα και στους ελληνικούς υπότιτλους.
Ο Todd Haynes είναι ένας φορμαλιστής σκηνοθέτης που του άρεσει να πειραματίζεται: το είδαμε στον queer κόσμο του «Poison», στο glam rock του «Velvet Goldmine», στη τρομολαγνεία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα με το «Safe» ή στη μελλοδραματική ταινία που αναπαράγει την ατμόσφαιρα των ‘50s «Far From Heaven». Σε όλες τις ταινίες του ο ηθοποιός έχει ιδιαίτερο ρόλο, σε κάθε περίπτωση όμως παύει να είναι ο εαυτός του, πάντα γίνεται 100% κάποιος άλλος. Υπό την επήρεια της μανιέρας μεγάλων δημιουργών «ατμόσφαιρας» όπως ο Jean-Luc Godard και ο Richard Lester (θα το διαπιστώσετε αν προσέξετε το σημείο της αναφοράς στη Βρετανία των Beatles στη ταινία), αλλά και στον εκπληκτικό ρόλο της Blanchett.
Αντίθετα με άλλες ταινίες ο ρόλος των spoilers σε αυτή τη περίπτωση είναιν σωτήριος, η έλλειψη τους καταστροφική. Ο θεατής θα πρέπει να ξέρει ότι δεν θα δει τη βιογραφία του Bob Dylan, αλλά θα παραστεί μάρτυρας στην ανάπλαση του βλέμματος του θεατή, του ακούσματος του ακροατή, της αντίδρασης του αντιδραστικού, της συγκίνησης του ταυτισμένου. Λέμε συχνά ότι η άποψη εξαρτάται από την οπτική γωνία του θεατή: αυτή την οπτική γωνία μας δείχνει ο σκηνοθέτης. Μόνο που δεν πρόκειται για μια οπτική γωνία, αλλά για περισσότερες, συχνά αντικρουόμενες καθώς ο Dylan ήταν παιδί μιας εποχής που σημάδεψαν οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις, οι αντιπαραθέσεις, η αγάπη & ο έρωτας, η μουσική.
Αν κάποιος σας ζητήσει να διακρίνετε ένα δευτερεύον στοιχείο της ταινίας που έχει αξιοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό, η βέβαιη απάντηση θα αφορούσε το casting. Ξεκινώντας από τον 14χρονο Marcus Carl Franklin, ο οποίος επιλέχθηκε για να ενσαρκώσει τον υπερβολικό «αλητάκο» Woody (φόρος τιμής στον Woody Guthrie) που όλη του τη ζωή ήταν ο τραγουδιστής, συνεχίζοντας με τον Arthur (αναφορά στον αγαπημένο ποιητή του Dylan Αρθούρο Ρεμπώ (Arthur Rimbaud) που ενσαρκώνεται από τον Ben Whishaw. Η πορεία της ταινίας συνεχίζεται με τον Christian Bale και την ενσάρκωση δυο χαρακτήρων, αυτόν του λαϊκού τροβαδούρου Jack και του αφιερωμένου στη θρησκεία και τη κατάνυξη μέσα από το «χριστιανικό ροκ» πάστορα John, τον προσφάτως εκλιπόντα Heath Ledger ο οποίος επιλέχθηκε να ενσαρκώσει τον Robbie, έναν ηθοποιό που ερμηνεύει το ρόλο του Dylan σε μία βιογραφική ταινία που γυρίζεται μέσα στη ταινία και που η σχέση του με τη ζωγράφο γυναίκα του (Charlotte Gainsbourg) αναπαριστά τον γάμο και το διαζύγιο του με την Sarah Lownds. Το τελευταίο μέρος της ταινίας, και ίσως το πλέον δύσκολο από σκηνοθετικής και ερμηνευτικής απόψεως, αναπαριστά μέσα από την ερμηνεία του Richard Gere ως Billy, πως είδε η Αμερική τον τραγουδιστή όταν αυτός ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Sam Peckinpah «Pat Garrett & Billy the Kid».
Δεν ξέρω τι θα πρέπει να συμβουλεύσω αυτόν που δεν έχει δει ακόμα τη ταινία. Ίσως θα πρέπει να ακούσει προσεχτικά το «Blowin’ in the wind» από τον τραγουδιστή πριν τη δει. Ίσως πάλι να πρέπει να φυλάξει την ακρόαση του κομματιού για μετά το τέλος της, για παρηγοριά που τελείωσε, όπως κάνω εγώ κάθε φορά που τη ξαναβλέπω.
Πότε μίαν ταινία λέμε ότι ανοίγει νέους δρόμους; Όταν προβάλλει με πρωτότυπο τρόπο, διαφορετικό απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι σήμερα, το θέμα της. Όταν ανοίγει νέους δρόμους σκηνοθετικά, δραματουργικά, αφηγηματικά. Το “I’m not there” λοιπόν ανοίγει έναν νέο δρόμο. Αυτόν της έμμεσης αλλά όχι άσχετης αναφοράς στο αντικείμενο. Το αντικείμενο της είναι μία βιογραφία του Bob Dylan. Οι συντελεστές της ταινίας επέλεξαν να περιγράψουν την πορεία του Bob Dylan μέσα από μία ταινία καταγραφής των πολλών και ποικίλλων διαφορετικών τρόπων με τους οποίους η σύγχρονη με τον καλλιτέχνη Αμερική -και σε κάποιες περιπτώσεις ο υπόλοιπος κόσμος- τον αντιλήφθηκε. Η ταινία δεν δείχνει τον Bob Dylan: αυτός ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.
Η ταινία καταγράφει μέσα από έξι διαφορετικούς χαρακτήρες τον τρόπο που οι σύγχρονοι του, σε όλη τη πορεία της καριέρας του αντιλήφτηκαν τον Bob Dylan: εχθρικά, φιλικά, επικριτικά ή με θαυμασμό, ανάλογα με την κρίση του καθενός. Παιδιά της εποχής τους όλοι οι χαρακτήρες εκτός από έναν, αυτόν που ενσαρκώνει η Cate Blanchett, η μούσα του σκηνοθέτη -και ως χαρακτήρας- του σεναριογράφου, στον καλύτερο -κατά την άποψη του γράφοντος- ρόλο της καριέρας της. Η εμφάνιση της στο προσκήνιο είναι η μόνη στιγμή που ο Dylan κατά κάποιο τρόπο είναι εκεί. Η ομοιότητα της με τον χαρακτήρα είναι τέτοια ώστε αμέσως γίνεται κέντρο του μικρού παράξενου σύμπαντος που έχει δημιουργήσει ο σκηνοθέτης. Η μόνη σύνδεση με τον τροβαδούρο της ροκ οι original εκδόσεις των κομματιών που ακούγονται.
Πως να μιλήσει κανείς για την αναπαραγωγή της εποχής σε μιά ταινία που η εποχή γράφεται με τα πρόσωπα αυτών που τη ζήσαν: Εξι ηθοποιοί - Cate Blanchett, Ben Whishaw, Christian Bale, Richard Gere, Marcus Carl Franklin, Heath Ledger- και ο Kris Kristofferson ως αφηγητής, έχουν επιστρατευτεί για να ενσαρκώσουν τα παιδιά της εποχής του που προσδιορίστηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έναντι του τροβαδούρου. Τα τραγούδια του έχουν αξιοποιηθεί ως μέρη του σεναρίου με αριστουργηματικό τρόπο, κι ίσως γι αυτό αξίζει να αναφέρει κανείς ότι ο μη αγγλόφωνος θεατής θα είναι πάντα ίγο αδικημένος: κανένας υπότιτλος δεν είναι ικανός να αποδώσει πλήρως τους στίχους, αν και περιέργως έχει γίνει σχετικά καλή δουλειά σε αυτό το θέμα και στους ελληνικούς υπότιτλους.
Ο Todd Haynes είναι ένας φορμαλιστής σκηνοθέτης που του άρεσει να πειραματίζεται: το είδαμε στον queer κόσμο του «Poison», στο glam rock του «Velvet Goldmine», στη τρομολαγνεία για τα περιβαλλοντικά ζητήματα με το «Safe» ή στη μελλοδραματική ταινία που αναπαράγει την ατμόσφαιρα των ‘50s «Far From Heaven». Σε όλες τις ταινίες του ο ηθοποιός έχει ιδιαίτερο ρόλο, σε κάθε περίπτωση όμως παύει να είναι ο εαυτός του, πάντα γίνεται 100% κάποιος άλλος. Υπό την επήρεια της μανιέρας μεγάλων δημιουργών «ατμόσφαιρας» όπως ο Jean-Luc Godard και ο Richard Lester (θα το διαπιστώσετε αν προσέξετε το σημείο της αναφοράς στη Βρετανία των Beatles στη ταινία), αλλά και στον εκπληκτικό ρόλο της Blanchett.
Αντίθετα με άλλες ταινίες ο ρόλος των spoilers σε αυτή τη περίπτωση είναιν σωτήριος, η έλλειψη τους καταστροφική. Ο θεατής θα πρέπει να ξέρει ότι δεν θα δει τη βιογραφία του Bob Dylan, αλλά θα παραστεί μάρτυρας στην ανάπλαση του βλέμματος του θεατή, του ακούσματος του ακροατή, της αντίδρασης του αντιδραστικού, της συγκίνησης του ταυτισμένου. Λέμε συχνά ότι η άποψη εξαρτάται από την οπτική γωνία του θεατή: αυτή την οπτική γωνία μας δείχνει ο σκηνοθέτης. Μόνο που δεν πρόκειται για μια οπτική γωνία, αλλά για περισσότερες, συχνά αντικρουόμενες καθώς ο Dylan ήταν παιδί μιας εποχής που σημάδεψαν οι αντιθέσεις, οι συγκρούσεις, οι αντιπαραθέσεις, η αγάπη & ο έρωτας, η μουσική.
Αν κάποιος σας ζητήσει να διακρίνετε ένα δευτερεύον στοιχείο της ταινίας που έχει αξιοποιηθεί στο μέγιστο βαθμό, η βέβαιη απάντηση θα αφορούσε το casting. Ξεκινώντας από τον 14χρονο Marcus Carl Franklin, ο οποίος επιλέχθηκε για να ενσαρκώσει τον υπερβολικό «αλητάκο» Woody (φόρος τιμής στον Woody Guthrie) που όλη του τη ζωή ήταν ο τραγουδιστής, συνεχίζοντας με τον Arthur (αναφορά στον αγαπημένο ποιητή του Dylan Αρθούρο Ρεμπώ (Arthur Rimbaud) που ενσαρκώνεται από τον Ben Whishaw. Η πορεία της ταινίας συνεχίζεται με τον Christian Bale και την ενσάρκωση δυο χαρακτήρων, αυτόν του λαϊκού τροβαδούρου Jack και του αφιερωμένου στη θρησκεία και τη κατάνυξη μέσα από το «χριστιανικό ροκ» πάστορα John, τον προσφάτως εκλιπόντα Heath Ledger ο οποίος επιλέχθηκε να ενσαρκώσει τον Robbie, έναν ηθοποιό που ερμηνεύει το ρόλο του Dylan σε μία βιογραφική ταινία που γυρίζεται μέσα στη ταινία και που η σχέση του με τη ζωγράφο γυναίκα του (Charlotte Gainsbourg) αναπαριστά τον γάμο και το διαζύγιο του με την Sarah Lownds. Το τελευταίο μέρος της ταινίας, και ίσως το πλέον δύσκολο από σκηνοθετικής και ερμηνευτικής απόψεως, αναπαριστά μέσα από την ερμηνεία του Richard Gere ως Billy, πως είδε η Αμερική τον τραγουδιστή όταν αυτός ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Sam Peckinpah «Pat Garrett & Billy the Kid».
Δεν ξέρω τι θα πρέπει να συμβουλεύσω αυτόν που δεν έχει δει ακόμα τη ταινία. Ίσως θα πρέπει να ακούσει προσεχτικά το «Blowin’ in the wind» από τον τραγουδιστή πριν τη δει. Ίσως πάλι να πρέπει να φυλάξει την ακρόαση του κομματιού για μετά το τέλος της, για παρηγοριά που τελείωσε, όπως κάνω εγώ κάθε φορά που τη ξαναβλέπω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου