Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

Μπορείς να χτίσεις μια τίμια ζωή από το μηδέν στην Ελλάδα του 2025; Δύο δρόμοι, λίγες πιθανότητες, πολλές αλήθειες

Στην Ελλάδα σήμερα, η προοπτική ενός νέου ανθρώπου να οικοδομήσει από μηδενική βάση μια αξιοπρεπή και οικονομικά βιώσιμη ζωή αποτελεί ένα ερώτημα που σπάνια απαντάται χωρίς δόση κυνισμού ή απογοήτευσης. Η δυνατότητα να επιτύχει κάποιος έως τα 50 του ένα ετήσιο καθαρό εισόδημα της τάξης των 50.000 ευρώ, υπό τον όρο ότι ξεκινά από το μηδέν, εργάζεται νόμιμα, δεν αποκρύπτει εισοδήματα και δεν αντλεί βοήθεια από το εξωτερικό ή την οικογενειακή περιουσία, δεν είναι ανύπαρκτη — είναι ωστόσο περιορισμένη, δύσβατη και απαιτεί προσήλωση, υπομονή και ορθολογική στρατηγική σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.  Θεωρητικά, δύο είναι οι διαδρομές που δύνανται να οδηγήσουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα: η σταδιακή επαγγελματική εξέλιξη στον μισθωτό τομέα και η επιχειρηματικότητα με αφετηρία το ελάχιστο. Και οι δύο διαδρομές ενέχουν υψηλές απαιτήσεις και αντίστοιχα ρίσκα, ενώ προϋποθέτουν όχι μόνο δεξιότητες, αλλά και ευνοϊκές συγκυρίες.

Η διαδρομή του μισθωτού, αν και περισσότερο ασφαλής, απαιτεί εξαιρετικά προσεκτικές επιλογές. Ο εργαζόμενος πρέπει να εισέλθει σε κλάδους με προοπτική ανάπτυξης και διεθνή προσανατολισμό — όπως η τεχνολογία, η ενέργεια ή τα οικονομικά — και να επιδείξει διαρκή συνέπεια, προσήλωση στην κατάρτιση και αντοχή σε ένα σύστημα που δεν συγχωρεί τις παύσεις ή τα λάθη. Η επαγγελματική εξέλιξη ενδέχεται να οδηγήσει σε υψηλές θέσεις ευθύνης με αμοιβές που αγγίζουν ή ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ ετησίως, ιδιαίτερα εάν συνδυαστεί με συνετή αποταμίευση και συμπληρωματικό παθητικό εισόδημα από επενδύσεις, όπως μικρά ακίνητα. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, η πιθανότητα επιτυχίας δεν ξεπερνά το 15–20%, και μόνο υπό την προϋπόθεση σταθερότητας και σωστών επιλογών.

Η επιχειρηματική οδός, αν και υπόσχεται μεγαλύτερη απόδοση, είναι σπαρμένη με κινδύνους και αβεβαιότητες. Ξεκινώντας με ελάχιστο κεφάλαιο και πλήρη συμμόρφωση με το φορολογικό και ασφαλιστικό πλαίσιο, ο επιχειρηματίας έχει να διανύσει μια εξουθενωτική αρχική περίοδο, συνήθως τριών ετών, όπου τα έσοδα είναι πενιχρά και το κόστος δυσανάλογα υψηλό. Εφόσον καταφέρει να επιβιώσει, και εφόσον ο κλάδος που επέλεξε επιτρέπει επέκταση χωρίς μεγάλο πάγιο κόστος, τα καθαρά κέρδη μπορούν σταδιακά να αυξηθούν και να αγγίξουν ή και να ξεπεράσουν το ζητούμενο εισόδημα. Εδώ όμως οι πιθανότητες επιτυχίας, ιδιαίτερα για κάποιον χωρίς εμπειρία ή δίκτυο, κινούνται γύρω στο 10%· ανεβαίνουν μεν σε ποσοστά 25% αν υπάρχει τεχνογνωσία, ωστόσο η διαδρομή παραμένει εξαιρετικά επίπονη.

Σε κάθε περίπτωση, η επίτευξη οικονομικής αυτάρκειας χωρίς παραχωρήσεις στη νομιμότητα ή την ατομική ηθική είναι στόχος εφικτός, αλλά όχι για τον καθένα και σε καμία περίπτωση χωρίς κόστος. Το κόστος αυτό είναι προσωπικό, συχνά αόρατο, και αφορά τα χρόνια που πέρασαν με ελάχιστη απόλαυση της ζωής, την έλλειψη σταθερότητας, την ψυχική επιβάρυνση και την καθημερινή ανασφάλεια για το αύριο. Είναι μια πορεία που δεν χαρίζεται, ούτε επιβραβεύεται άμεσα — και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που αρκετοί απογοητεύονται όταν, μετά από χρόνια αδιάκοπης προσπάθειας, διαπιστώνουν ότι έχουν πετύχει απλώς να επιβιώνουν, χωρίς αισθητό αντίκρισμα. Στο μεταξύ, δίπλα τους, άλλοι επιδεικνύουν περιουσίες και ανέσεις αδικαιολόγητες από τα φαινόμενα της καθημερινής τους δραστηριότητας, γεννώντας εύλογα ερωτήματα και αγανάκτηση.

Αυτό ακριβώς το κλίμα ανισότητας και άνισης μεταχείρισης είναι που πλήττει περισσότερο την πίστη στην αξιοκρατία. Όταν το κράτος εμφανίζεται αδύναμο να προλάβει ή να τιμωρήσει τις συστηματικές καταχρήσεις, είτε πρόκειται για επιδοτήσεις που αποκτήθηκαν με δόλο είτε για σπατάλες δημοσίου χρήματος, υπονομεύει όχι μόνο τη νομιμότητα, αλλά και την κοινωνική συνοχή. Η υπόθεση των παράνομων αγροτικών επιδοτήσεων είναι χαρακτηριστική: δεν ενδιαφέρει τον μέσο πολίτη αν οι εμπλεκόμενοι είναι λίγες χιλιάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτό που μετρά είναι η αίσθηση ατιμωρησίας και η πεποίθηση ότι οι συνέπειες δεν αγγίζουν ποτέ τους πραγματικά υπεύθυνους. Αν τελικά το πρόστιμο μετακυλιστεί στον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή στους πολίτες, αυτό δεν συνιστά απλώς πολιτική ήττα — είναι ηθική ήττα. Η τιμωρία πρέπει να είναι σαφής, δίκαιη και παραδειγματική, γιατί διαφορετικά το μήνυμα που αποστέλλεται είναι πως οι απατεώνες επιβραβεύονται, ενώ οι έντιμοι μένουν με τη χλεύη της "τρύπας στο νερό".

Το ελληνικό κράτος, όπως έχει σήμερα διαρθρωθεί, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως επιτελικός οργανισμός. Με μια γραφειοκρατική μηχανή παλαιάς κοπής, χωρίς σαφές στρατηγικό σχέδιο και με μια πολιτική τάξη που δείχνει αδύναμη —ή απρόθυμη— να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και τις παθογένειες του παρελθόντος, οι όποιες εξαγγελίες για μεταρρυθμίσεις παραμένουν κενές περιεχομένου. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η επιτυχία του ατόμου εξαρτάται συχνά περισσότερο από την αντοχή του στην απογοήτευση, παρά από τις ικανότητές του.

Κατά συνέπεια, το πραγματικό ερώτημα που παραμένει δεν είναι αν μπορεί κάποιος να τα καταφέρει — ναι, μπορεί, αλλά σπανίως. Το ουσιώδες ερώτημα είναι ποια είναι εκείνα τα πεδία της ελληνικής οικονομίας που προσφέρουν τις καλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε νέους ανθρώπους που θέλουν να δουλέψουν τίμια, να δημιουργήσουν και να προοδεύσουν. Και αν η κοινωνία και το κράτος είναι πρόθυμα να τους βοηθήσουν — ή τουλάχιστον να μην τους εμποδίζουν. Διότι μόνο έτσι η επιτυχία δεν θα είναι απλώς εξαίρεση, αλλά πιθανότητα.

Δύο βασικά μοντέλα ζωής και εργασίας προς την οικονομική αυτάρκεια και σταθερότητα
Αν ξεκινούσε κανείς τη ζωή του στα 25 του στην Ελλάδα χωρίς καμία περιουσία, χωρίς οικονομική βοήθεια, χωρίς να φοροδιαφεύγει και χωρίς να εργάζεται στο εξωτερικό ή σε πολυεθνική εταιρεία, πόσες είναι οι ρεαλιστικές πιθανότητες να έχει πετύχει έως τα 50 του ένα ετήσιο καθαρό εισόδημα άνω των 50.000 ευρώ, με προοπτική διατήρησης ή και ανόδου; Δύο εναλλακτικές διαδρομές προσφέρουν πιθανότητες – η μία ως μισθωτός που εξελίσσεται, και η άλλη ως επιχειρηματίας που ξεκινά από μηδενική βάση.

Στο πρώτο σενάριο, ο εργαζόμενος ακολουθεί μία παραδοσιακή διαδρομή. Ξεκινά ως υπάλληλος με εισόδημα 12.000–14.000 ευρώ ετησίως, και μέσα σε μία πορεία 20–25 ετών φτάνει σταδιακά σε ανώτερες θέσεις, όπως διευθυντής ή στέλεχος, με ετήσιο καθαρό εισόδημα της τάξης των 45.000–60.000 ευρώ. Αυτή η διαδρομή απαιτεί επιλογή κλάδου με δυνατότητες εξέλιξης (όπως τεχνολογία, ενέργεια, οικονομικά), σταθερότητα χωρίς διακοπές στην καριέρα, και διαρκή επαγγελματική κατάρτιση. Εάν καταφέρει να αποταμιεύσει περίπου 3.000 ευρώ ετησίως μετά τα 30 του, και επενδύσει αυτά τα ποσά σε μικρά ακίνητα που αποφέρουν ενοίκια, μπορεί να εξασφαλίσει και παθητικό εισόδημα της τάξης των 800–1.200 ευρώ τον μήνα. Έτσι, είναι ρεαλιστικό το συνολικό του εισόδημα να ξεπερνά τις 50.000 ευρώ ετησίως στα 50 του. Η πιθανότητα επιτυχίας για ένα τέτοιο σενάριο υπολογίζεται στο 15–20%, υπό την προϋπόθεση πειθαρχίας και καλών επιλογών.

Στο δεύτερο σενάριο, ο ενδιαφερόμενος επιλέγει την επιχειρηματικότητα, ξεκινώντας με το ελάχιστο δυνατό κεφάλαιο που προβλέπει ο νόμος (π.χ. 1€ για ΙΚΕ) και με καθαρά νόμιμη λειτουργία, πληρώνοντας πλήρως εισφορές, φόρους και έξοδα. Τα πρώτα τρία χρόνια είναι εξαιρετικά δύσκολα – τα έσοδα είναι χαμηλά, και υπάρχει σοβαρός κίνδυνος οικονομικής εξάντλησης. Από την τέταρτη χρονιά και μετά, εφόσον η επιχείρηση σταθεί, μπορεί να αρχίσει να εμφανίζει καθαρά κέρδη 8.000–15.000 ευρώ, και ενδεχομένως, στην ωρίμανση (μετά το 8ο έτος), να φτάσει σε ετήσια καθαρά κέρδη 25.000–50.000 ευρώ ή και παραπάνω. Το κρίσιμο είναι να επιλεχθεί κλάδος χαμηλού σταθερού κόστους (π.χ. ψηφιακές υπηρεσίες) και να υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης, όπως πρόσληψη προσωπικού ή επέκταση. Η πιθανότητα επιτυχίας σε αυτό το σενάριο είναι περίπου 10% αν ο επιχειρηματίας δεν διαθέτει αρχική εμπειρία ή δίκτυο, αλλά μπορεί να φτάσει και το 25% αν έχει τεχνικές ή επιχειρηματικές δεξιότητες.

Συγκριτικά, το μισθωτό μοντέλο προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα, προβλεψιμότητα και χαμηλότερο ρίσκο, αλλά μικρότερη πιθανότητα "εκτόξευσης" εισοδήματος. Το επιχειρηματικό μοντέλο έχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα και κινδύνους αποτυχίας, όμως και την προοπτική υψηλότερων αποδόσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, η επίτευξη του στόχου των 50.000 ευρώ ετήσιου εισοδήματος μέχρι την ηλικία των 50 απαιτεί πειθαρχία, επιμονή, ρεαλιστική προσέγγιση και μια σειρά σωστών επιλογών.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το να χτίσει κάποιος από το μηδέν μια ζωή οικονομικά επιτυχημένη στην Ελλάδα, με όλα νόμιμα, χωρίς βοήθειες, είναι μεν εξαιρετικά δύσκολο αλλά όχι αδύνατο. Μπορεί να επιτευχθεί με σωστές αποφάσεις, συνεχή προσπάθεια και διάρκεια. Δεν πρόκειται για υπόθεση τριών ή πέντε ετών, αλλά για μία δεκαετίες μακρά διαδρομή. Όσοι καταφέρουν να διατηρήσουν τη συνέπειά τους και να χτίσουν αργά αλλά σταθερά περιουσία ή κύρος στον τομέα τους, μπορούν –αν και λίγοι– να φτάσουν σε αυτό το επίπεδο.

Η ερώτηση όμως που απομένει είναι: ποιοι είναι εκείνοι οι τομείς της ελληνικής οικονομίας σήμερα που δίνουν τις περισσότερες πιθανότητες σε νέους να τα καταφέρουν σε μία από τις δύο διαδρομές;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου