Ο βομβαρδισμός της παγκόσμιας κοινής γνώμης μέσω των ΜΜΕ με ειδήσεις για έργα σύγχρονων καλλιτεχνών που πωλούνται σε διεθνείς δημοπρασίες σε αστρονομικά ποσά ασκεί σημαντική επιρροή στην αντίληψη του κοινού για την τέχνη και την αγορά της. Αυτή η συνεχής έκθεση σε ειδήσεις για εντυπωσιακές πωλήσεις δημιουργεί μια εσφαλμένη εικόνα πως η τέχνη είναι προσβάσιμη μόνο σε πάμπλουτους συλλέκτες, αποθαρρύνοντας άτομα με μέσο ή χαμηλό εισόδημα να ασχοληθούν με την αγορά έργων τέχνης. Παράλληλα, πολλοί εικαστικοί καλλιτέχνες επηρεάζονται από αυτές τις ειδήσεις και θεωρώντας πως απευθύνονται αποκλειστικά σε μια ελίτ αγοραστών, τιμολογούν τα έργα τους με υπερβολικό τρόπο. Αυτό όχι μόνο ενισχύει την άποψη πως η τέχνη είναι προνόμιο των λίγων, αλλά και αποξενώνει το ευρύ κοινό, καθιστώντας τη σύγχρονη τέχνη ένα πεδίο αποκλεισμού.
Οι συνέπειες αυτών των πρακτικών περιορίζουν την πρόσβαση στην τέχνη, και αναπαράγουν ανισότητες, ενώ η τέχνη θα έπρεπε να είναι προσβάσιμη και να εκτιμάται από όλους. Η οπτική αυτή χάνει τη πραγματική, συνολική εικόνα, και με αυτό το σκεπτικό ίσως επικράτησε ο όρος "χρηματιστήριο της Τέχνης" για κάτι που δεν έχει καταφέρει ποτέ να ενταχθεί στη χορεία των χρηματιστηριακών αγορών πραγματικά: διότι η αρνητική συνέπεια των χρηματιστηριακών πρρακτικών οδηγεί συχνά στην απομάκρυνση της χρηματιστηριακής αγοράς από τη πραγματική οικονομία και τη καθημερινή ζωή. Τυπικά, το "χρηματιστήριο της τέχνης" αναφέρεται στην αγορά όπου έργα τέχνης αγοραπωλούνται ως επενδυτικά αντικείμενα, με δικούς της κανόνες και μηχανισμούς. Η αυθεντικότητα και η πιστοποίηση των έργων είναι ζωτικής σημασίας, ενώ οι δημοπρασίες και οι ιδιωτικές πωλήσεις από οίκους όπως οι Christie's και Sotheby's αποτελούν σημαντικά κέντρα δραστηριότητας. Η τιμή καθορίζεται από τη φήμη του καλλιτέχνη, την ιστορία του έργου και την τρέχουσα ζήτηση. Σπάνια έργα, και αυτά με ιστορική σημασία, είναι πιο πολύτιμα. Η αγορά τέχνης επηρεάζεται από επενδυτικά ενδιαφέροντα και ευρύτερες οικονομικές τάσεις, παρουσιάζοντας κυκλικότητα. Νομικά και φορολογικά ζητήματα παίζουν σημαντικό ρόλο στις συναλλαγές, ενώ η νομοθεσία διαφέρει ανά χώρα. Η αγορά τέχνης συνδυάζει οικονομική, αισθητική και πολιτιστική αξία, προσελκύοντας συλλέκτες και επενδυτές παγκοσμίως. Οι κανόνες και μηχανισμοί της αγοράς εξελίσσονται, καθιστώντας την πιο εκλεπτυσμένη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η επαγγελματική πορεία ενός εικαστικού καλλιτέχνη από το ξεκίνημα του μέχρι να φτάσει να θεωρούνται τα έργα του συλλεκτικά σε διεθνές επίπεδο είναι μακρά και απαιτητική. Αρχικά, ο καλλιτέχνης πρέπει να αναπτύξει τις τεχνικές του δεξιότητες και να χτίσει ένα ισχυρό portfolio, συμμετέχοντας σε τοπικές εκθέσεις και διαγωνισμούς για να αποκτήσει αναγνωρισιμότητα και εμπειρία. Στη συνέχεια, είναι σημαντικό να επενδύσει σε εκπαιδευτικά προγράμματα και εργαστήρια, και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που παρέχονται μέσω κοινωνικών δικτύων και πλατφορμών τέχνης για να προωθήσει το έργο του. Η συμμετοχή σε σημαντικές εκθέσεις και η λήψη βραβείων μπορεί να αυξήσει την αξιοπιστία του καλλιτέχνη και να προσελκύσει το ενδιαφέρον διεθνών συλλεκτών. Όταν ο καλλιτέχνης αρχίσει να γίνεται γνωστός, η συνεργασία με καταξιωμένες γκαλερί σε διεθνή κέντρα τέχνης όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Παρίσι είναι κρίσιμη για την περαιτέρω προβολή και την αύξηση της αξίας των έργων του. Οι γκαλερί αυτές όχι μόνο προωθούν το έργο του καλλιτέχνη, αλλά και διαχειρίζονται τις πωλήσεις και τις τιμές με επαγγελματικό τρόπο, προστατεύοντας τα συμφέροντά του. Η επένδυση σε χρόνο, σκληρή δουλειά και χρήμα είναι απαραίτητη για την επίτευξη μακροπρόθεσμης επιτυχίας. Η συνεχής παραγωγή υψηλής ποιότητας έργων, η συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις και η διαχείριση των εμπορικών συναλλαγών με επαγγελματίες του χώρου είναι κλειδιά για την καθιέρωση του καλλιτέχνη σε διεθνές επίπεδο.
Εντούτοις, στην εποχή των social media, η αμεσότητα επαφής των εικαστικών καλλιτεχνών με το κοινό τους, ενώ αρχικά φαίνεται ευεργετική, μπορεί τελικά να στραφεί ενάντια στα συμφέροντά τους. Μέσω αυτής της αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας, οι καλλιτέχνες βρίσκονται συχνά να διαπραγματεύονται απευθείας με αγοραστές που τους εξωθούν σε παράλογα χαμηλές τιμές για να αποκτήσουν τα έργα τους. Η διαμεσολάβηση προβολής μέσω επαγγελματιών του χώρου της τέχνης, όπως γκαλερίστες και σύμβουλοι τέχνης, δεν στερείται νοήματος. Αυτοί οι επαγγελματίες διαχειρίζονται όχι μόνο την εμπορική προώθηση του καλλιτέχνη, αλλά και τη διαμόρφωση και τη διατήρηση των τιμών των έργων του με όρους αγοράς. Η πρακτική των καλλιτεχνών να βασίζονται στις γκαλερί για να γίνουν γνωστοί και στη συνέχεια να κλέβουν τους αγοραστές που αυτές δημιουργούν, για να κερδίζουν το 100% των χρημάτων οι ίδιοι, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Χωρίς την υποστήριξη και την εμπειρία των επαγγελματιών, οι καλλιτέχνες αυτοί συχνά δεν θα ανέλθουν ποτέ στην αγορά. Οι επαγγελματίες αυτοί χτίζουν το όνομα του καλλιτέχνη στην αγορά, εξασφαλίζουν την αξιοπιστία του και διαχειρίζονται τις εμπορικές συναλλαγές με τρόπο που να διασφαλίζει δίκαιες τιμές και μακροπρόθεσμη επιτυχία.
Στο άρθρο "Contemporary Art Prices Have Come Crashing Down. Is This the End?" της Katya Kazakina στο Artnet, που δημοσιεύτηκε την Άνοιξη φέτος, αναλύει την πρόσφατη πτώση των τιμών στη σύγχρονη τέχνη και τις επιπτώσεις της στην αγορά. Το άρθρο ξεκινά με την επισήμανση ότι οι τιμές πολλών έργων τέχνης που κάποτε πωλούνταν σε υψηλές τιμές, έχουν μειωθεί δραματικά. Το άρθρο εξηγεί πως η αντίληψη της τέχνης ως επενδυτικό περιουσιακό στοιχείο έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, με πολλούς να θεωρούν ότι η τέχνη μπορεί να είναι τόσο επικερδής όσο τα ακίνητα. Ωστόσο, αυτή η ιδέα αμφισβητείται τώρα καθώς οι τιμές πέφτουν και η ρευστότητα μειώνεται. Η Kazakina επισημαίνει ότι τα τελευταία χρόνια η αγορά τέχνης έγινε υπερβολικά χρηματοοικονομική, με μεγάλα ποσά να επενδύονται σε έργα τέχνης και τις τιμές να φτάνουν σε εξωφρενικά επίπεδα. Τώρα, όμως, αντιμετωπίζει μια διόρθωση. Τα έργα πολλών καλλιτεχνών δεν μπορούν πλέον να μεταπωληθούν με κέρδος ή και καθόλου, κάτι που προβληματίζει τους επενδυτές και τους συλλέκτες. Η συγγραφέας καταλήγει ότι η αγορά τέχνης μπορεί να χρειαστεί να επανεξετάσει την προσέγγισή της και να επικεντρωθεί περισσότερο στην απόλαυση και τη διατήρηση της τέχνης παρά στη χρηματοοικονομική της αξία. Προβλέπει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικοί και να μην βασίζονται αποκλειστικά στις υψηλές τιμές και την υπερεκτίμηση.
Το ετήσιο report του ARAA, ενός διεθνούς ακαδημαϊκού και ερευνητικού οργανισμού που είναι αφιερωμένος στην μελέτη και την προώθηση των Εικαστικών Τεχνών και της διεθνούς αγοράς τους, τα συμπεράσματα του οποίου δημοσίευσε το Collezione da Tiffany (ιταλικός ιστότοπος αφιερωμένος στο συλλεκτισμό τέχνης) τον Μάρτιο, επιβεβαιώνει τις τάσεις που καταγράφει το άρθρο της Katya Kazakina, και τα τεκμηριώνει, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2023.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η ετήσια έκθεση της Art Basel και της UBS για την κατάσταση της αγοράς τέχνης, όπως υπογράφεται κάθε χρόνο από τη δόκτορα Clare McAndrew και την Arts Economics. Μετά από δύο χρόνια ανάπτυξης, το 2023 οι πωλήσεις στην αγορά τέχνης επιβραδύνθηκαν, με μείωση 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος και εκτιμώμενη αξία 65 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι αιτίες είναι πλέον γνωστές: οι αυξημένοι επιτόκια, ο πληθωρισμός και η πολιτική αστάθεια σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ύφεση της φρενίτιδας και του ενθουσιασμού των συλλεκτών που χαρακτήριζε την πανδημική περίοδο έχει πλέον γίνει αισθητή. Αυτή η επιβράδυνση επηρεάζει κυρίως το ανώτερο τμήμα της αγοράς, τόσο όσον αφορά τις γκαλερί όσο και τους οίκους δημοπρασιών. Οι τελευταίοι καταγράφουν μεγαλύτερη πτώση, κατά 7%, σε σύγκριση με τους γκαλερίστες που είδαν πτώση 3%. Παρά τη μείωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος, οι αξίες παρέμειναν πάνω από το επίπεδο πριν την πανδημία (2019), με συνολική αξία 64,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Σύμφωνα με την έρευνα, η επιβράδυνση της αγοράς είναι αισθητή κυρίως στις ΗΠΑ, που παραμένουν η κύρια αγορά (42% της αξίας των παγκόσμιων πωλήσεων), αλλά είδαν φέτος μια συρρίκνωση κατά 10%, επιστρέφοντας στα επίπεδα του 2019. Η Κίνα, συμπεριλαμβανομένων της ηπειρωτικής Κίνας και του Χονγκ Κονγκ, έγινε η δεύτερη παγκόσμια αγορά τέχνης με μερίδιο 19% και συνολική αξία 12,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, η σχετική αύξηση μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα ενός μοναδικού και μη επαναλαμβανόμενου συνδυασμού παραγόντων που συνδέονται με την επαναλειτουργία μετά από τις αυστηρές πανδημικές καραντίνες. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει πέσει στην τρίτη θέση, εκπροσωπώντας το 17% των παγκόσμιων συναλλαγών. Η Γαλλία παρέμεινε σταθερή στην τέταρτη θέση, με μερίδιο 7% ισοδύναμο με 5 δισεκατομμύρια δολάρια, παρά την απειλή νέων νομοθεσιών που θα μπορούσαν να εμποδίσουν περαιτέρω την ανάπτυξη της αγοράς.
Η επιβράδυνση της αγοράς έχει οδηγήσει σε ποιοτική συγκέντρωση, με μείωση των κερδοσκοπικών αγορών και μεγαλύτερη έμφαση στην αξία και την ποιότητα από τους συλλέκτες. Οι πωλήσεις συγκεντρώνονται γύρω από τους κορυφαίους καλλιτέχνες, με πολλές γκαλερί να αναφέρουν ότι το ένα τρίτο των πωλήσεών τους το 2023 προέρχεται από τον καλλιτέχνη με τον μεγαλύτερο αριθμό πωλήσεων. Στις δημοπρασίες, τα έργα μεταπολεμικής και σύγχρονης τέχνης παραμένουν στο επίκεντρο, με συνολική αξία το 2023 στα 6,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η ιμπρεσιονιστική τέχνη σημείωσε μία από τις ισχυρότερες ανακάμψεις, φτάνοντας τα 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί. Ωστόσο, οι πωλήσεις επιβραδύνθηκαν το 2023, με μείωση 35% στα 1,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι πωλήσεις έργων παλιών δασκάλων αυξήθηκαν κατά 15% στα 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως λόγω της ζήτησης από την Κίνα.
Το διαδικτυακό κομμάτι της αγοράς αυξήθηκε κατά 7% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φτάνοντας τα 11,8 δισεκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, η φρενίτιδα για τα NFT έχει τελειώσει, με την αγορά τους να έχει μειωθεί κατά το ήμισυ φέτος (-51%), από 2,9 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 σε 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η φρενίτιδα για τα NFT έχει τελειώσει, με την αγορά τους να έχει μειωθεί κατά το ήμισυ το 2023 (-51%), από το αποκορύφωμα των 2,9 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2021 στα 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια σήμερα, λόγω των συνεχών διακυμάνσεων της αξίας των κρυπτονομισμάτων που έχουν αποθαρρύνει την κερδοσκοπική δραστηριότητα που είχε αρχικά ενεργοποιήσει αυτές τις πλατφόρμες. Σε αυτό το σενάριο γενικής επιβράδυνσης της αγοράς, αλλά όχι του συστήματος τέχνης, παρατηρείται αναπόφευκτη κατάρρευση της κερδοφορίας αυτών των δραστηριοτήτων (-40%). Οι εκθέσεις είναι θεμελιώδεις για τη θέση στην αγορά, αλλά οι γκαλερί βλέπουν μείωση των πωλήσεων κατά 6%, κάτι που μεταφράζεται σε κίνδυνο για την οικονομική τους βιωσιμότητα. Ωστόσο, παραμένει η αισιοδοξία, με το 39% των γκαλερί να προβλέπει αύξηση των πωλήσεων στις εκθέσεις τέχνης το 2024, ενώ και στον τομέα των δημοπρασιών, η αισιοδοξία για ένα καλύτερο έτος το 2024 είναι σχετικά υψηλή.
Πηγές και ενδιαφέροντες σύνδεσμοι για το θέμα
Η ετήσια έρευνα για το 2023 της ARAA βρίσκεται σε μορφή PDF στα Αγγλικά ΕΔΩ και μπορείτε να τη δείτε και να τη "κατεβάσετε".
Το άρθρο "Contemporary Art Prices Have Come Crashing Down. Is This the End?" της Katya Kazakina στο Artnet βρίσκεται ΕΔΩ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου